Λέξη: θέρετρο

Σχετικές λέξεις: θέρετρο

θέρετρο ετυμολογία, θέρετρο της ελβετίας στη λίμνη ματζόρε, θέρετρο γυμνιστών vassaliki naturist club, θέρετρο λεξικό, θέρετρο ναυτικού αγία μαρίνα, θέρετρο τυμπάκι, θέρετρο καλλιστώ, θέρετρο τησ γαλλίας στην κυανή ακτή, θέρετρο αξιωματικών αεροπορίας, θέρετρο μπάνγκαλοους νηνεμία καρπενήσι

Συνώνυμα: θέρετρο

προσφυγή, εντευκτήριο, καταφύγιο

Μεταφράσεις: θέρετρο

θέρετρο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
resort, the resort, resort of

θέρετρο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
recurso, estación, complejo, resort, localidad

θέρετρο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ressort, ferienort, Urlaubsort, Ausweg, Resort, Ferienort, Resorts

θέρετρο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
recours, hanter, asile, fréquenter, Resort, station, complexe, station balnéaire

θέρετρο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ricorso, ricorrere, località, Resort, stazione, villaggio

θέρετρο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
recorrer, desempatar, recurso, Resort, estância, estância de, resort de

θέρετρο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
toevlucht, Resort, plaats, Hotel, badplaats

θέρετρο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
удаться, прибегать, обращение, курорт, вдаться, удаваться, прибежище, надежда, утешение, здравница, курортный, курорта, курорте, курортом

θέρετρο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
resort, utvei, Anlegget, ferie, feriestedet

θέρετρο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
utväg, resort, orten, anläggning

θέρετρο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
turva, keino, lomakeskus, keinona, Resort, lomakylä, lomakeskuksen

θέρετρο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
resort, udvej, feriested, byen, Hotel

θέρετρο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
útočiště, navštěvovat, letovisko, středisko, resort, areál, rezort

θέρετρο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ucieczka, zwrócenie, resort, uciekanie, zwalniać, kurort, zwrócić, uczęszczać, uciekać, uciekanie się, ośrodek, ośrodek wczasowy

θέρετρο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
menedékhely, erőforrás, Resort, üdülőhely, üdülő, Üdülőközpont

θέρετρο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çare, tesisi, resort, tatil köyü, tesistir

θέρετρο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
резонувати, курорт

θέρετρο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
turistik, resort, vendpushim, mjetin, vendpushimin

θέρετρο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
курорт, курортен, място, курорта, к.к.

θέρετρο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
курорт

θέρετρο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kasutamine, puhkekeskus, kasutama, abinõu, Resort, abinõuna, kuurort, võimalusena

θέρετρο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
boravišta, sastajati, sastajanje, odmaralište, Resort, naselje, Odmarališna, ljetovalište

θέρετρο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ferðamannastaður, úrræði, Aukagjald, orlofssvæði, er orlofssvæði

θέρετρο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
poilsiavietė, išeitis, Resort, kurortas, kurorto

θέρετρο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kūrorts, resort, kūrorta, kūrortu, Kūrortā

θέρετρο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Зимскиот, одморалиште, центар, одморалиштето, средство

θέρετρο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
stațiune, statiune, statiune de, Stațiune de, o statiune

θέρετρο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
resort, letovišče, naselje, območje, kompleks

θέρετρο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
letovisko, resort
Τυχαίες λέξεις