Cruciale στα ελληνικά

Μετάφραση: cruciale, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διασχίζω, σταυρός, γέμισμα, κρίσιμος, κρίσιμο, ζωτικής σημασίας, κρίσιμη, καίριο
Cruciale στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • amplifia στα ελληνικά - ενισχυμένο, ενισχυμένα, ενισχύεται, ενισχύθηκε, ενισχύονται
  • associées στα ελληνικά - σχετίζονται, συνδέονται, που συνδέονται, σχετίζεται, που σχετίζονται
  • calcaire στα ελληνικά - ασβέστης, ασβεστόλιθος, ασβεστόλιθο, ασβεστόλιθου, ασβεστολιθικά, ασβεστολίθου
  • compensant στα ελληνικά - συμψηφισμός, συμψηφισμό, αντιστάθμιση, συμψηφισμού, αντιστάθμισης
Τυχαίες λέξεις
Cruciale στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διασχίζω, σταυρός, γέμισμα, κρίσιμος, κρίσιμο, ζωτικής σημασίας, κρίσιμη, καίριο