Décidé στα ελληνικά

Μετάφραση: décidé, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποφασίζει, αποφασίσει, αποφασίσει να
Décidé στα ελληνικά

Μεταφράσεις

  • aménageant στα ελληνικά - προπαρασκευαστικός, εξωραϊσμού, Εξωραϊσμός, εξωραϊσμό, τοπίου, αρχιτεκτονική τοπίου
  • attrapé στα ελληνικά - αλιεύονται, που αλιεύονται, αλιευθεί, αλιεύεται, έχουν αλιευθεί
  • compagnonnage στα ελληνικά - συντεχνία, σωματείο, ένωση, συντροφιά, συντροφικότητα, παρέα, συντροφικότητας, ...
Τυχαίες λέξεις
Décidé στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποφασίζει, αποφασίσει, αποφασίσει να