Λέξη: χειραφέτηση

Σχετικές λέξεις: χειραφέτηση

χειραφέτηση συνώνυμο, χειραφέτηση ορισμός, χειραφέτηση της γυναίκας, χειραφέτηση γυναικας, χειραφέτηση αντώνυμο, χειραφέτηση των μαύρων, χειραφέτηση λεξικό, χειραφέτηση συνώνυμα, χειραφέτηση ετυμολογία

Συνώνυμα: χειραφέτηση

απελευθέρωση

Μεταφράσεις: χειραφέτηση

χειραφέτηση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
liberation, emancipation, enfranchisement, empowerment, empowering, emancipation of

χειραφέτηση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
emancipación, liberación, la emancipación, de emancipación, emancipación de

χειραφέτηση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
freisetzung, emanzipation, entlassung, befreiung, Emanzipation, Befreiung, Emanzipations, die Emanzipation

χειραφέτηση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
libération, exemption, renvoi, émancipation, départ, affranchissement, licenciement, l'émancipation, d'émancipation

χειραφέτηση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
liberazione, emancipazione, l'emancipazione, dell'emancipazione, di emancipazione, all'emancipazione

χειραφέτηση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
despedimento, alforria, libertação, emancipação, a emancipação, de emancipação

χειραφέτηση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ontslag, bevrijding, emancipatie, de emancipatie, ontvoogding

χειραφέτηση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
выделение, раскрепощение, высвобождение, эмансипация, увольнение, рабство, освобождение, эмансипации, эмансипацию

χειραφέτηση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
frigjøring, befrielse, emancipation, frigjøringen, frigjørings

χειραφέτηση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
befrielse, frigörelse, emancipation, frigörelsen

χειραφέτηση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
irtisanominen, potkut, erottaminen, emansipaatio, vapautumisen, emansipaatiota, vapautumista, emansipaation

χειραφέτηση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
frigørelse, emancipation, befrielse, frigørelsen, emancipationen

χειραφέτηση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
osvobození, emancipace, uvolňování, propuštění, emancipaci, emancipací, zrovnoprávnění

χειραφέτηση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wydzielenie, wyzwolenie, oswobodzenie, uwolnienie, emancypacja, emancypacji, emancypację, emancypacją

χειραφέτηση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
emancipáció, emancipációja, emancipációs, emancipációjának, emancipációját

χειραφέτηση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
azat etme, kurtuluşu, özgürleşme, kurtuluş, özgürleşmesi

χειραφέτηση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
визволення, звільнення, емансипація

χειραφέτηση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
emancipim, emancipimi, emancipimit, emancipimin, emancipimi i

χειραφέτηση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
еманципация, освобождение, еманципацията, освобождаване, еманципацията на

χειραφέτηση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вызваленне, вызваленьне

χειραφέτηση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vabanemine, emantsipatsioon, vabastamine, emantsipatsiooni, emantsipeerumise, vabanemise, emantsipeerumine

χειραφέτηση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
osamostaljenje, oslobođenja, emancipaciju, oslobođenje, oslobađanje, emancipacija, emancipacije, emancipacija u odnosu

χειραφέτηση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Emancipation

χειραφέτηση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
emancipacija, emancipacijos, Išlaisvinimas, išsivadavimas, emancipaciją

χειραφέτηση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izrakstīšana, atbrīvošana, emancipācija, emancipāciju, atbrīvošanu no vecāku atbildības, emancipācijas

χειραφέτηση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
еманципација, еманципацијата, ослободување, еманципација на, еманципирање

χειραφέτηση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
eliberare, liberare, emancipare, emanciparea, emancipării, de emancipare, emanciparii

χειραφέτηση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
emancipacija, Osvoboditev, emancipacije, emancipacijo, emancipaciji

χειραφέτηση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
emancipácia, emancipácie, emancipáciu, zrovnoprávnenia, emancipacia
Τυχαίες λέξεις