Délimiter στα ελληνικά
Μετάφραση: délimiter, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κόψιμο, προσδιορίζω, ελαττώνω, αναχαιτίζω, κόβω, μειώνω, τσιγκουνεύομαι, οριοθετώ, προκρίνομαι, περιορίζω, υπολογίζω, δεμένος, καθορίζω, οροθετώ, αποφασίζω, κοπή, οριοθετούν, οριοθετήσει, οριοθέτηση, οριοθετηθεί, προσδιορίσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- able στα ελληνικά - γυμνός, ανεμοδαρμένος, αξιόπιστος, αξιόπιστο, αξιόπιστη, αξιόπιστες, αξιόπιστα
- cellier στα ελληνικά - όροφος, κελάρι, κάβα, υπόγειο, το κελάρι, κελάρι του
- châtient στα ελληνικά - τιμωρήσει, τιμωρήσουν, τιμωρία, τιμωρούν, την τιμωρία
Τυχαίες λέξεις
Délimiter στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κόψιμο, προσδιορίζω, ελαττώνω, αναχαιτίζω, κόβω, μειώνω, τσιγκουνεύομαι, οριοθετώ, προκρίνομαι, περιορίζω, υπολογίζω, δεμένος, καθορίζω, οροθετώ, αποφασίζω, κοπή, οριοθετούν, οριοθετήσει, οριοθέτηση, οριοθετηθεί, προσδιορίσει
Μεταφράσεις: κόψιμο, προσδιορίζω, ελαττώνω, αναχαιτίζω, κόβω, μειώνω, τσιγκουνεύομαι, οριοθετώ, προκρίνομαι, περιορίζω, υπολογίζω, δεμένος, καθορίζω, οροθετώ, αποφασίζω, κοπή, οριοθετούν, οριοθετήσει, οριοθέτηση, οριοθετηθεί, προσδιορίσει