Λέξη: πορτοφόλι

Σχετικές λέξεις: πορτοφόλι

πορτοφόλι google, πορτοφόλι για κάρτες, πορτοφόλι ανδρικό, πορτοφόλι prada, πορτοφόλι ονειροκρίτης, πορτοφόλι louis vuitton, πορτοφόλι billabong banks blue black, πορτοφόλι γυναικείο, πορτοφόλι burberry, πορτοφόλι σερβιτόρων

Συνώνυμα: πορτοφόλι

ταμείο, τσαντάκι, βαλάντιο, σακκούλα, γυναικεία τσάντα, σακκίδιο, βιβλίο τσέπης

Μεταφράσεις: πορτοφόλι

πορτοφόλι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
purse, wallet, pocketbook, wallets

πορτοφόλι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
bolsillo, cartera, bolsa, bolso, billetera, carpeta, monedero, la cartera

πορτοφόλι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
brieftasche, geldtasche, beutel, geldbeutel, geldbörse, handtasche, portemonnaie, Brieftasche, Portemonnaie, Mappe, Geldbörse

πορτοφόλι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
capsule, follicule, prix, bourse, portefeuille, sacoche, porte-monnaie, sac, cabas, besace, bissac, pochette, wallet, monnaie

πορτοφόλι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
borsellino, borsa, portafoglio, raccoglitore, portafogli, del raccoglitore, wallet

πορτοφόλι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
alvo, muro, finalidade, carteira, parede, bolsa, carteira de, da carteira, wallet, pesam

πορτοφόλι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
portefeuille, geldbuidel, beurs, portemonnee, wallet, portefeuillecode, de portefeuille

πορτοφόλι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сумка, котомка, портмоне, кошелек, кошелёк, мошна, бумажник, футляр, бумажника, кошелька

πορτοφόλι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
håndveske, pengepung, lommebok, dameveske, pung, lommeboken, boken, lommeboka

πορτοφόλι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
börs, portmonnä, plånbok, plånboken, plånboks, wallet

πορτοφόλι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kassi, pussi, säkki, laukku, rahapussi, lompakko, kukkaro, lompakon, lompakkoon, lompakossa, wallet

πορτοφόλι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tegnebog, børs, tegnebogen, pung, wallet, pengepung

πορτοφόλι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
peníze, taška, mošna, měšec, tobolka, váček, peněženka, peněženku, peněženky, peněľenky, wallet

πορτοφόλι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kabza, sakwa, sakiewka, torebka, teczka, pugilares, kiesa, portmonetka, portfel, torba, Kieszonkowe, portfela, wallet

πορτοφόλι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
pénztárca, mobiltárca, tárca, mobiltárcakód, tárcáját

πορτοφόλι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
cüzdan, wallet

πορτοφόλι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
муляр, муркотання, каменяр, гаманець, бумажник, гаманця

πορτοφόλι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
portofol, kuletë, portofolin, kuletën, portofolin e

πορτοφόλι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
портфейл, портмоне, портфейла, на портфейла, за портфейла

πορτοφόλι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мяшок, папернік, кашалёк, бумажнік, партманэ

πορτοφόλι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
käekott, auhinnaraha, tengelpung, rõngastasand, rahakott, rahakoti, rahakotti, rahakotist, rahakotile

πορτοφόλι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kesa, nabrati, novčanik, novac, wallet, lisnice, novčanika, lisnica

πορτοφόλι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
budda, veski, veskið, veskinu, umslag, seðlaveski

πορτοφόλι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
piniginė, piniginės, piniginėje, Piniginìs

πορτοφόλι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
maks, seifu, seifa, maku, wallet

πορτοφόλι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
паричникот, паричник, паричници, за паричникот

πορτοφόλι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
poşetă, portofel, portofelul, de portofel, wallet, portofelului

πορτοφόλι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
denarnica, denarnice, denarnico, za denarnico, wallet

πορτοφόλι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
peňaženka, taška

Στατιστικά δημοτικότητας: πορτοφόλι

Τυχαίες λέξεις