Λέξη: που

Σχετικές λέξεις: που

που γυριζεται το κατω παρταλι, που παιχνιδι, που να σε βρω, που να παω διακοπες, που ειναι το αεροπλανο, που να σαι τωρα, που κανω αιτηση για το κοινωνικο μερισμα, που ψηφιζω, που ψηφιζουμε, που ψηφιζω 2014, που και που, τραγουδια, που ψηφίζω, μαθε που ψηφιζεισ, μαθε που ψηφιζεις, που ψηφιζω 2012

Συνώνυμα: που

και τότε, με το οποίο, επί τίνος, που πλησίον

Μεταφράσεις: που

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
where, that, which, who, to
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
donde, ese, esa, eso, aquel, que, cuál, adonde, en, cuando, ...
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
überzeugt, welches, diejenige, weil, dies, derjenige, wo, denen, wobei, wenn
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cela, tel, cet, quelle, cette, lequel, quelles, ça, c', ce, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
dove, quella, il, ove, cui, in cui, se
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
agradecimento, quem, aquilo, agradecimentos, essa, aquele, onde, obrigado, esse, aquela, ...
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dat, waar, wanneer, waarin, waarbij
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
где, там, потому, откуда, куда, несравнимый, когда, котором
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hvor, der, hvor nøyaktig, hvor du
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
som, vilken, var, där, om, när
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jotka, jossa, että, mistä, joita, se, jonne, toi, tuo, kuka, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
som, disse, den, hvor, det, hvis, når
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
jenž, onen, kde, kam, jaký, který, odkud, pokud, kdy
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ażeby, gdzie, dokąd, siaki, kiedy, żeby, tam, jaki, gdzież, aby, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
annyira, ahol, amikor, ahol a
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
o, şu, nerede, burada, nereye, yerde, yere
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
що, котрий, це, звідки, та, те, то, той, де, десь
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
nga, ai, ku, saqë, kur, se ku, aty ku
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
където, къде, когато
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
цi, або, дзе, где, дзесьці
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
et, see, kus, kui, vajaduse
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ta, pošto, ova, toga, gdje, koje, ona, u kojoj, gdje je, u kojima
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þessi, er, að, hvar, það, þar, þar sem, sem, ef
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
ubi, ille, quo, qui, quatenus
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
anas, tas, kur, kurioje
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kur, tas, tā, ja, kurā
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
каде, каде што, кога
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
acel, unde, acela, în care, cazul în care, în cazul, în cazul în care
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ta, kjer, ki, kateri, kam, tak, té, kje, kjer je, kadar, ...
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ktorý, tak, onen, kde, kam, tom, e, odvolávajúce, ktorých, ktorom, ...

Στατιστικά δημοτικότητας: που

Τυχαίες λέξεις