Λέξη: επιτήδευση
Σχετικές λέξεις: επιτήδευση
επιτήδευση συνώνυμο, επιτήδευση ορισμος
Συνώνυμα: επιτήδευση
σεμνοτυφία, κομψότης, κομψότητα, νάζι, ιδιομορφία, νάζια, πουριτανισμός, οίηση, πείρα του κόσμου, πονήρευση
Μεταφράσεις: επιτήδευση
επιτήδευση στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
affectation, sophistication, priggery, mannerism, primness
επιτήδευση στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
afectación, sofisticación, la sofisticación, complejidad, sofisticación de, refinamiento
επιτήδευση στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gezier, ziererei, vorliebe, affektiertheit, Kultiviertheit, Eleganz, Komplexität, Verfeinerung
επιτήδευση στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
afféterie, dissimulation, feinte, affectation, momerie, simulation, minauderie, déguisement, sophistication, raffinement, la sophistication, de sophistication, complexité
επιτήδευση στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
raffinatezza, sofisticazione, sofisticatezza, ricercatezza, la raffinatezza
επιτήδευση στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sofisticação, a sofisticação, sophistication, de sofisticação, da sofisticação
επιτήδευση στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onnatuurlijkheid, aanstellerij, gemaaktheid, verfijning, raffinement, geavanceerdheid, complexiteit, elegantie
επιτήδευση στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
искусственность, жеманство, украшательство, неестественность, манерность, ненатуральность, притворство, ломанье, аффект, деланность, поза, кривлянье, аффектация, изощренность, изысканность, сложность, утонченность, изощренности
επιτήδευση στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
raffinement, sofistikert, sofistikerte, eleganse, raffinementet
επιτήδευση στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tillgjordhet, förfining, sofistikerade, finess, sofistike, elegans
επιτήδευση στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
teennäisyys, poseeraus, kehittyneisyys, hienostuneisuus, hienostuneisuutta, hienostuneesti, kehittymättömiä
επιτήδευση στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
raffinement, sofistikerede, avancerede, sofistikeret, elegance
επιτήδευση στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
afektovanost, strojenost, přetvářka, kultivovanost, rafinovanost, náročnost, sofistikovanost, propracovanost
επιτήδευση στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wymuszoność, afektacja, sztuczność, poza, pozowanie, udawanie, sofistyka, obycie, wyrafinowanie, wyrafinowania, zaawansowania
επιτήδευση στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kifinomultság, kifinomult, kifinomultságát, kifinomultságot, a kifinomultság
επιτήδευση στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çok yönlülük, entellektüellik, yapmacıklık, bilmişlik, ilerilik
επιτήδευση στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вдавання, манірність, витонченість
επιτήδευση στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ndërlikim, stërhollim, sofistikimi, sofistikimit, sofistikimin
επιτήδευση στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
притворство, изтънченост, сложност, съвършенство, изисканост, усъвършенстване
επιτήδευση στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
выдасканаленасць, дасканаласць, вытанчанасьць
επιτήδευση στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
teesklus, edvistus, keerukus, keerukuse, rafineeritumalt, keerukust, teadlikkus
επιτήδευση στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
afektacija, pretvaranje, izvještačenost, prefinjenost, sofisticiranost, profinjenost, sofisticiranosti, usavršenosti
επιτήδευση στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fágun, tæknibúnaður, er tæknibúnaður
επιτήδευση στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
rafinuotumas, išrankumas, išprusimas, vis išradingesni
επιτήδευση στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
viltojums, falsificējums, sofisms, izsmalcinātība, izsmalcinātību
επιτήδευση στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
софистицираност, софистицираноста, софистикација, префинетост, софистицираност на
επιτήδευση στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
rafinament, sofisticare, sofisticarea, rafinamentul, sofisticat
επιτήδευση στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
prefinjenost, sofisticiranosti, prefinjenosti, izpopolnjenost, dovršenost
επιτήδευση στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kultivovanosť, kultivovanost
Τυχαίες λέξεις