Dépérissement στα ελληνικά

Μετάφραση: dépérissement, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κλίνω, ξεπεσμός, μαρασμός, μαρασμό, μαραίνονται, μαραίνοντας, withering, μαραιμένος
Dépérissement στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • cacatoès στα ελληνικά - είδος ψιττακού, cockatoo, cockatoo του
  • capitulai στα ελληνικά - συνθηκολογήσει, συνθηκολόγησε, συνθηκολόγησαν, συνθηκολόγηση, τη συνθηκολόγηση
  • claie στα ελληνικά - ράφι, σχάρα, rack, βασανίσει, ραφιών
  • clergé στα ελληνικά - υπουργείο, ιερατείο, κλήρος, κλήρου, κληρικούς, κληρικοί
Τυχαίες λέξεις
Dépérissement στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κλίνω, ξεπεσμός, μαρασμός, μαρασμό, μαραίνονται, μαραίνοντας, withering, μαραιμένος