Λέξη: προστίθεμαι

Σχετικές λέξεις: προστίθεμαι

προτίθεμαι κλίση

Μεταφράσεις: προστίθεμαι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
accrue, prostithemai
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aumentarse, prostithemai
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
prostithemai
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
accroître, masser, grossir, augmenter, provenir, amonceler, emmagasiner, agglomérer, grandir, empiler, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
prostithemai
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
prostithemai
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
prostithemai
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
происходить, усугубиться, добавляться, увеличиваться, доставаться, возникать, нарастать, накопляться, умножаться, нарасти, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
prostithemai
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
prostithemai
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
karttua, koitua, kasvaa, prostithemai
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
prostithemai
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
narůstat, vzrůstat, akumulovat, narůst, nahromadit, přibýt, prostithemai
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
gromadzić, narastać, wzrastać, powiększać, zgromadzić, zwiększać, przyrastać, zgromadzać, wzbogacać, prostithemai
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
prostithemai
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
prostithemai
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
накопичуватися, наростати, збільшуватись, prostithemai
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
prostithemai
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
prostithemai
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
prostithemai
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lisanduma, prostithemai
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
obračunavanje, prostithemai
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
prostithemai
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
prostithemai
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
prostithemai
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
prostithemai
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
prostithemai
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
prostithemai
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
prostithemai
Τυχαίες λέξεις