Dépendent στα ελληνικά

Μετάφραση: dépendent, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξαρτώμαι, εξαρτώμενος, εξαρτώνται, εξαρτάται από, εξαρτώνται από, εξαρτώμενη
Dépendent στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • administrés στα ελληνικά - χορηγείται, χορηγηθεί, χορηγούνται, χορηγήθηκε, χορηγηθούν
  • benelux στα ελληνικά - Μπενελούξ, Benelux, της Μπενελούξ, της Benelux
  • bisou στα ελληνικά - φίλημα, φιλί, φιλώ, το φιλί, φιλί για, kiss
  • bouleversèrent στα ελληνικά - ταραγμένος, αναστατώνω, συγκλονίζεται, συνταράξει, συντάραξαν, συγκλόνισε, συντάραξε
Τυχαίες λέξεις
Dépendent στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξαρτώμαι, εξαρτώμενος, εξαρτώνται, εξαρτάται από, εξαρτώνται από, εξαρτώμενη