Λέξη: γνωστός

Σχετικές λέξεις: γνωστός

γνωστός έλληνας επιχειρηματίας πρώην πράκτορας της στάζι, γνωστός σεφ-μάγειρας gay ζευγάρι με παρουσιαστή, γνωστός συνώνυμα, γνωστός σεφ σκοτώθηκε, γνωστός καθηγητής ποινικού δικαίου πιάστηκε να κλέβει βιβλία, γνωστός dj, γνωστός και μη εξαιρετέος, γνωστός παιδίατρος, γνωστός στο διαδίκτυο και ως ponzi, γνωστός τραγουδιστής στην πάτρα έμεινε άστεγος και κοιμάται σε ι.χ

Μεταφράσεις: γνωστός

γνωστός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
famous, known, well known, also known

γνωστός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
renombrado, famoso, ilustre, célebre, afamado, conocido, conocida, conocidos, conocidas, conoce

γνωστός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
berühmt, famos, bekannt, bekannten, bekannte, bekannter, vorhandene

γνωστός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
renommé, illustre, réputé, glorieux, connu, éclatant, célèbre, fameux, connue, connus, connues

γνωστός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
noto, famoso, celebre, illustre, conosciuto, nota, conosciuta, noti

γνωστός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
famoso, glorioso, família, conhecido, conhecida, conhecidos, conhecidas, sabido

γνωστός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
welbekend, vermaard, roemruchtig, gevierd, roemvol, gerenommeerd, glorierijk, beroemd, glorieus, befaamd, bekend, bekende, gekende, een bekende, bekend is

γνωστός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
знаменитый, отлично, заведомый, прославленный, замечательный, небезызвестный, известный, известно, известных, известны, известным

γνωστός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
berømt, kjent, kjente

γνωστός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ryktbar, berömd, känd, kända, känt, bekant

γνωστός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kuuluisa, maineikas, mainio, tunnettu, tunnettujen, tunnetun, tunnetuilla, tunnetulla

γνωστός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
berømt, kendt, kendte, en kendt

γνωστός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pověstný, slavný, známý, proslulý, famózní, skvělý, známá, známým, známo, známých

γνωστός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
renomowany, słynny, znakomity, sławny, znany, znane, znanych, znana, znanym

γνωστός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ismert, az ismert, ismertek

γνωστός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tanınmış, ünlü, bilinen, bilinen bir, tanınan, belli

γνωστός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
знаменитий, прославлений, уславлений, славний, відомий

γνωστός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
njohur, i njohur, të njohur, dihet, njohura

γνωστός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
известен, познат, известна, известно, известни

γνωστός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вядомы

γνωστός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kuulus, teada, tuntud, teadaoleva, teadaolev, teadaolevate

γνωστός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
čuvenu, čuven, slavan, poznati, poznate, poznat, poznata, poznato, poznatih

γνωστός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
frægur, þekkt, þekkta, vitað, þekktur, þekktar

γνωστός στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
illustris

γνωστός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
garsus, žymus, žinomas, žinoma, nežinomas, žinomi, žinomų

γνωστός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
slavens, ievērojams, zināms, zināma, zināmais, zināmas, zināmā

γνωστός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
познати, познат, позната, познатите, познато

γνωστός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
celebru, renumit, cunoscut, cunoscută, cunoscute, cunoscuta, cunoscuți

γνωστός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
slaven, slavna, znano, znana, znani, znan, znane

γνωστός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
známy, známe

Στατιστικά δημοτικότητας: γνωστός

Τυχαίες λέξεις