Λέξη: γλύπτης
Σχετικές λέξεις: γλύπτης
γλύπτης δημητριάδης, γλύπτης φειδίας, γλύπτης θόδωρος, γλύπτης καλλίμαχος, γλύπτης τάκης, γλύπτης βασίλης στενός, γλύπτης παπαγιάννης, γλύπτης πολύκλειτος, γλύπτης αλκαμένης, γλύπτης νικόλας
Μεταφράσεις: γλύπτης
γλύπτης στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sculptor, a sculptor, the sculptor, sculpture
γλύπτης στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
escultor, el escultor, escultora, escultor de, del escultor
γλύπτης στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bildhauer, plastiker, Bildhauer, Bildhauers, Bildhauerin
γλύπτης στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sculpteur, le sculpteur, sculpteur de
γλύπτης στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scultore, scultrice, lo scultore, scultore di
γλύπτης στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
escultor, sculptor, escultora, um escultor, escultor de
γλύπτης στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
beeldhouwer, de beeldhouwer, sculptor, beeldhouwster
γλύπτης στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ваятель, ваяние, скульптор, резчик, скульптора, скульптором, скульптору
γλύπτης στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
billedhugger, skulptør, skulptøren, billedhuggeren, billedhugg
γλύπτης στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bildhuggare, skulptör, skulptören, bildhuggaren
γλύπτης στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kuvanveistäjä, kuvanveistäjän, kuvanveistäjänä, veistäjä
γλύπτης στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
billedhugger, billedhuggeren, skulptør, skulptøren
γλύπτης στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
sochař, sochaře, sochařem, sochařka
γλύπτης στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rzeźbiarz, snycerz, rzeźbiarza, rzeźbiarzem, rzeźbiarka
γλύπτης στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szobrász, szobrászművész
γλύπτης στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
heykeltraş, heykeltıraş, heykel, bir heykeltıraş
γλύπτης στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
скульптор
γλύπτης στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
skulptor, skulptori, skulptorit, skulptori i, skulptor i
γλύπτης στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
скулптор, скулптора, скулпторът, скулптура
γλύπτης στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
скульптар
γλύπτης στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kujur, skulptor, skulptori, on skulptor
γλύπτης στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
skulptor, kipar, kipara, kiparica, akademski kipar
γλύπτης στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
myndhöggvari, myndhöggvarinn, myndhöggvara, myndhöggvarans, myndhöggvarann Sólveigu Baldursdóttur
γλύπτης στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
skulptorius, skulptoriaus, skulpt, skulptorė
γλύπτης στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
skulptors, tēlnieks, tēlnieka, tēlniece
γλύπτης στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
скулптор, скулпторот, вајар, скулпторка
γλύπτης στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sculptor, sculptorul, sculptorului
γλύπτης στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kipar, kiparka, kiparja, kiparju
γλύπτης στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sochár, sochára, sochař