Dépensent στα ελληνικά

Μετάφραση: dépensent, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξοδεύω, δαπανούν, ξοδεύουν, δαπανήσει, περάσετε, περάσουν
Dépensent στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • acheminé στα ελληνικά - δρομολογείται, δρομολόγησης, αλλάξει διαδρομή, δρομολογείται το
  • aplanit στα ελληνικά - ισοπεδώνει, Διπλώνεται, ισιώνει, επιπεδώνεται, γίνεται ισοπέδωση
  • ceignons στα ελληνικά - ζώνομαι, περιβάλλω, ζώνω, ζώστε, να ζώσει
Τυχαίες λέξεις
Dépensent στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξοδεύω, δαπανούν, ξοδεύουν, δαπανήσει, περάσετε, περάσουν