Λέξη: κολλαρίζω
Συνώνυμα: κολλαρίζω
τοποθετώ κατά μεγέθη, εκμετρώ, εκτιμώ, κολλώ
Μεταφράσεις: κολλαρίζω
κολλαρίζω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
starch, kollarizo
κολλαρίζω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
almidón, fécula, almidonar, kollarizo
κολλαρίζω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
stärke, stärken, wäschestärke, speisestärke, kollarizo
κολλαρίζω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
empois, amidonner, amidon, fécule, empeser, kollarizo
κολλαρίζω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
amido, salda, kollarizo
κολλαρίζω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
amido, kollarizo
κολλαρίζω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
stijfsel, zetmeel, kollarizo
κολλαρίζω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
чопорность, накрахмалить, крахмал, энергия, церемонность, kollarizo
κολλαρίζω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
stivelse, kollarizo
κολλαρίζω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stärkelse, kollarizo
κολλαρίζω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tärkkelys, kollarizo
κολλαρίζω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
stivelse, stive, kollarizo
κολλαρίζω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
naškrobit, škrobit, škrob, kollarizo
κολλαρίζω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
skrobia, krochmal, krochmalić, nakrochmalić, krochmalenie, wykrochmalić, kollarizo
κολλαρίζω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
feszesség, kollarizo
κολλαρίζω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kola, nişasta, kollarizo
κολλαρίζω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
крохмаль, kollarizo
κολλαρίζω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kollarizo
κολλαρίζω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
нишесте, kollarizo
κολλαρίζω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
kollarizo
κολλαρίζω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tärklis, jäik, kollarizo
κολλαρίζω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
štirak, škrob, ukrućenost, kollarizo
κολλαρίζω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kollarizo
κολλαρίζω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
krakmolas, kollarizo
κολλαρίζω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ciete, kollarizo
κολλαρίζω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
kollarizo
κολλαρίζω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
amidon, kollarizo
κολλαρίζω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
škrob, škrobit, kollarizo
κολλαρίζω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
škrob, kollarizo
Τυχαίες λέξεις