Déterminent στα ελληνικά
Μετάφραση: déterminent, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καθορίζω, προσδιορίζω, αποφασίζω, υπολογίζω, καθορίσει, καθορίζουν, προσδιορίσει, καθορίσουν, προσδιοριστεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- assommèrent στα ελληνικά - φτιαγμένος, πέτρινη, λιθοβολήθηκε, λιθοβολούνται, χωρίς πυρήνα
- blindés στα ελληνικά - Θωρακισμένα, Θωρακισμένο, θωράκιση, θωρακισμένων, Με θωράκιση
- brandirent στα ελληνικά - κραδαίνει, κραδαίνοντας, ανέμιζαν, κραδαίνοντας την, επέσειαν
- brosser στα ελληνικά - βουρτσίζω, πινέλο, βούρτσα, σκούπα, βούρτσας, βουρτσάκι, πινέλου
Τυχαίες λέξεις
Déterminent στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καθορίζω, προσδιορίζω, αποφασίζω, υπολογίζω, καθορίσει, καθορίζουν, προσδιορίσει, καθορίσουν, προσδιοριστεί
Μεταφράσεις: καθορίζω, προσδιορίζω, αποφασίζω, υπολογίζω, καθορίσει, καθορίζουν, προσδιορίσει, καθορίσουν, προσδιοριστεί