Λέξη: μπουκάλι

Σχετικές λέξεις: μπουκάλι

μπουκάλι νερού με φίλτρο, μπουκάλι στη θάλασσα, μπουκάλι γυάλινο, μπουκάλι για λάδι, μπουκάλι χολαργός, μπουκάλι λαδιού, μπουκάλι ονειροκρίτης, μπουκάλι κρασιού 750ml, μπουκάλι λαδιού βάπτισης, μπουκάλι νερού

Συνώνυμα: μπουκάλι

ταμπουράς, φιάλη, μπουκαπόρτα, μποτιλιά

Μεταφράσεις: μπουκάλι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bottle, bottle of, the bottle
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
frasco, botella, botella de, la botella, biberón
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
flasche, krug, Flasche, Flaschen
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
moufle, bouteille, fiole, flacon, bouteilles, la bouteille, bouteille de
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bottiglia, boccetta, bombola, bottiglia di, flacone, bottle, della bottiglia
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
frasco, engarrafar, garrafa, garrafa de, garrafas, frasco de
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
fles, flesje, fles van, bottle, de fles
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
флакон, штоф, бутыль, рожок, бутылка, вино, опока, бутылки, бутылку, бутылке
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
flaske, flasken
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
flaska, butelj, flaskan, flask
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pullo, puteli, pullon, pullossa, pulloon, bottle
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
flaske, flasken, flasker, flaskens
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
láhev, bomba, flaška, lahvička, láhve, lékovky, lahev
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
flaszka, butelkować, bławatek, wiązka, manierka, szklanka, butelka, flakon, flakonik, butelki, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
palack, szénaköteg, üveg, üveget, palackot, flakon
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
şişe, şişesi, şişe şarap, bir şişe, Bir şişe şarap
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сулія, флакон, консервування, бутель, ріжок, вино, пляшка, віно, бутилка, пляшку
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shishe, shishe të, shishe me, calik, shishe e
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бутилка, бутилката, шише, бутилки
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пляшка, бутэлька, бутылка, бутэлькі
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
balloon, pudel, pudeli, pudelis, pudelit, pudelist
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
boca, flaša, bocu, boce, bočica, bočicu
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
flaska, flösku, glas, flöskuna, flöskunni
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
butelis, buteliukas, butelio, butelį, butelių
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pudele, pudeli, pudeļu, pudelē, pudelīte
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
шишето, шише, шишиња, шише со, Флаша
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sticlă, butelie, stil, flacon, sticla, sticle, sticla de
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
steklenica, steklenice, bottle, steklenička, steklenico
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
fľaša, fľašu, flaša, bottle, fľaše

Στατιστικά δημοτικότητας: μπουκάλι

Τυχαίες λέξεις