Dense στα ελληνικά
Μετάφραση: dense, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στερεός, συμπαγής, γλοιώδης, πυκνός, συμπυκνωμένος, δασύς, πυκνό, πυκνή, πυκνά, πυκνού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- affrétés στα ελληνικά - ναυλωμένο, ορκωτών, ναυλωμένα, ορκωτό, ορκωτούς
- allure στα ελληνικά - σχέση, μέτρο, παρουσίαση, βηματίζω, δράση, έδρανο, ρυθμός, ...
- bienfaisante στα ελληνικά - αγαθόεργος, αγαθοεργοί, αγαθοεργή, αγαθοποιός, ευεργετικός
- colérique στα ελληνικά - κοντός, ευέξαπτος, χολερικός, οργισμένο, θυμώδης, choleric
Τυχαίες λέξεις
Dense στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στερεός, συμπαγής, γλοιώδης, πυκνός, συμπυκνωμένος, δασύς, πυκνό, πυκνή, πυκνά, πυκνού
Μεταφράσεις: στερεός, συμπαγής, γλοιώδης, πυκνός, συμπυκνωμένος, δασύς, πυκνό, πυκνή, πυκνά, πυκνού