Dictent στα ελληνικά
Μετάφραση: dictent, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπαγορεύω, υπαγόρευση, υπαγορεύουν, υπαγορεύει, υπαγορεύσει, επιβάλλουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- adultération στα ελληνικά - παραχάραξη, νοθεία, νόθευση, νοθείας, της νοθείας, τη νόθευση
- affiliez στα ελληνικά - προσκτώμαι, προσχωρώ, Συνεργάτες, Συνεργάτης, θυγατρικών, Affiliate, Συνεργάτης Τμήμα
- aspirée στα ελληνικά - αναρροφάται, αναρροφείται, πιπιλίσουν, αναρροφηθεί, αναρροφούνται
- bouillez στα ελληνικά - βράζω, βρασμός, βράσει, βράση, βράζουμε
Τυχαίες λέξεις
Dictent στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπαγορεύω, υπαγόρευση, υπαγορεύουν, υπαγορεύει, υπαγορεύσει, επιβάλλουν
Μεταφράσεις: υπαγορεύω, υπαγόρευση, υπαγορεύουν, υπαγορεύει, υπαγορεύσει, επιβάλλουν