Λέξη: αριστοκρατία

Σχετικές λέξεις: αριστοκρατία

αριστοκρατία αριστοτέλησ, συγκλητική αριστοκρατία, αριστοκρατία του ξίφους, δημοκρατική αριστοκρατία, αριστοκρατία ολιγαρχία, αριστοκρατία στην αρχαία ελλάδα, στρατιωτική αριστοκρατία, αριστοκρατία ετυμολογία, εργατική αριστοκρατία, βυζαντινή αριστοκρατία

Συνώνυμα: αριστοκρατία

κοινωνία, εταιρία, σύλλογος, συντροφιά

Μεταφράσεις: αριστοκρατία

αριστοκρατία στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
aristocracy, nobility, aristocracy of, aristocracy was, aristocrats

αριστοκρατία στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
nobleza, aristocracia, la aristocracia, aristocracia de, aristócratas

αριστοκρατία στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
adel, adelsfamilien, adelsgeschlecht, aristokratie, adelsstand, herrlichkeit, Adel, Aristokratie, Adels

αριστοκρατία στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
grandeur, aristocratie, noblesse, l'aristocratie, aristocrates

αριστοκρατία στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
aristocrazia, nobiltà, dell'aristocrazia, l'aristocrazia, all'aristocrazia

αριστοκρατία στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aristocracia, aristocracy, a aristocracia, nobreza, da aristocracia

αριστοκρατία στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
edelen, aristocratie, adel, patriciaat, de aristocratie, aristocraten, aristocratische

αριστοκρατία στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
аристократия, великодушие, благородство, величие, аристократ, знать, дворянство, аристократии, аристократией, аристократию

αριστοκρατία στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
adel, aristokratiet, aristokrati, aristokrater, adelen

αριστοκρατία στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
adel, aristokrati, aristokratin, adeln

αριστοκρατία στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
aateli, aatelisarvo, aatelisto, ylimystö, aristokratia, aateluus, jalous, ylhäisö, aristocracy, aristokratiaa

αριστοκρατία στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
aristokrati, adel, aristokratiet, adelen, aristokratiets

αριστοκρατία στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
šlechta, panstvo, aristokracie, aristokratičnost, ušlechtilost, urozenost, šlechtictví, aristokracii, šlechty

αριστοκρατία στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
szlachetność, szlachta, arystokracja, szlachectwo, magnateria, Szlachta, arystokracji, arystokrację, arystokracją

αριστοκρατία στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
arisztokrácia, arisztokráciát, arisztokráciának, az arisztokrácia, főúri

αριστοκρατία στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
aristokrasi, soyluluk, aristokrasisi, aristokrasinin, aristocracy

αριστοκρατία στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
аристократія, великодушність, шляхетність, знать, велич, дворянство

αριστοκρατία στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
aristokraci, aristokracia, aristokracisë, aristocracy, nga aristokracia

αριστοκρατία στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
аристокрация, благородство, аристократизъм, аристокрацията

αριστοκρατία στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
арыстакратыя, арыстакратыі

αριστοκρατία στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hingesuurus, aadliseisus, aristokraatia, üllus, aadel, aristokraatiast, aristokraatidest, aadlist

αριστοκρατία στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
plemenitost, plemići, naselja, plemstvo, otmjenost, plemićima, aristokracije, aristokracija, aristokraciju

αριστοκρατία στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fyrirfólks

αριστοκρατία στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
aristokratija, diduomenė, aukštuomenė, aristokratijai, aristokratiją, aristokratijos

αριστοκρατία στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
aristokrātija, aristokrātu, aristokrātijas, aristokrātiju

αριστοκρατία στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
аристократија, аристократијата, аристократија ја, аристократија се

αριστοκρατία στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
măreţie, aristocraţie, aristocrație, aristocrația, aristocrației, aristocrații, aristocratie

αριστοκρατία στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
uročenost, aristokracija, aristokracije, plemstvo, aristokracijo, aristokracija je

αριστοκρατία στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
aristokracie, aristokracia, šľachta, aristokrácia
Τυχαίες λέξεις