Distordre στα ελληνικά
Μετάφραση: distordre, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στραμπουλίζω, καμπυλώνω, διαστρεβλώνω, στρεβλώνω, στύβω, κυρτώνω, πλοκή, καμπύλη, στροφή, καμπή, στρεβλώνουν, στρεβλώσει, νοθεύσει, στρεβλώσουν, νοθεύσει τον
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abritée στα ελληνικά - προστατευμένη, προστατευόμενα, προφυλαγμένη, προφυλαγμένα, προστατευμένο
- assumé στα ελληνικά - υποτίθεται, θεωρείται, ανέλαβε, υποτεθεί, θεωρηθεί
- aï στα ελληνικά - ai, ΑΙ, ΓΠ, της ΓΠ
- beuglèrent στα ελληνικά - bellowed
Τυχαίες λέξεις
Distordre στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στραμπουλίζω, καμπυλώνω, διαστρεβλώνω, στρεβλώνω, στύβω, κυρτώνω, πλοκή, καμπύλη, στροφή, καμπή, στρεβλώνουν, στρεβλώσει, νοθεύσει, στρεβλώσουν, νοθεύσει τον
Μεταφράσεις: στραμπουλίζω, καμπυλώνω, διαστρεβλώνω, στρεβλώνω, στύβω, κυρτώνω, πλοκή, καμπύλη, στροφή, καμπή, στρεβλώνουν, στρεβλώσει, νοθεύσει, στρεβλώσουν, νοθεύσει τον