Λέξη: μούρη

Σχετικές λέξεις: μούρη

μούρη με έχεις κάνει καψούρη, μούρη καρβέλας στίχοι, μούρη καρβέλας, μούρη στίχοι, πουλάω μούρη, ελένη μούρη

Μεταφράσεις: μούρη

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
mug, snout, snout of, nose in
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tazón, jarro, hocico, el hocico, morro, del hocico, trompa
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
dummkopf, becher, physiognomie, krug, visage, Schnauze, Rüssel, Schnauzen, Maul, snout
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
gobelet, sot, physionomie, mufle, chope, bec, broc, visage, gueule, chopine, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
grugno, muso, snout, il muso, del muso
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
focinho, snout, nariz, tromba, focinho de
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kan, snuit, snout, sluit snuit, snuit van, de snuit
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
дурак, зубрила, простак, морда, кружка, гримаса, рыло, рожа, харя, гримасничать, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
krus, snute, snuten, tryne, trynet, snout
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
krus, mugg, bägare, nos, tryne, nosen, snout, munspetsen
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hakata, kippo, muki, tuoppi, kuono, kuonon, snout, kärsä, nokka
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
snude, snuden, trynen, tryne, snudespids
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vizáž, hrneček, moula, hlupák, huba, fyziognomie, džbán, čenich, hlaveň, rypák, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kufel, gęba, dzban, obrabowywać, kubek, facjata, ryj, pysk, twarz, kinol, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fizimiska, ormány, orr, pofa, orra, ormányán
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bardak, burun, burnu, snout, kovan, hortum
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
муфтій, морда, пика
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
feçkë, feçkë të, noçkë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
муцуна, зурла, муцуната
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
гаршчок, морда, пыса
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kruus, teade, röövima, sõnum, kärss, ninamikust, nina, koonu, kärsal
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
krčag, pehar, varati, novajlija, vrč, obmanjivati, njuška, gubica, nos, njuška mu, ...
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
snout, trýni
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
snukis, nosis, šnipo, knyslė, Gasidło
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
snuķis, purna, deguns, šņukuru, degunu
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
муцка, муцката
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
bot, ajutajului, a ajutajului, rât, nas
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
rilcu, gobček, gobec, gobcem, gobca
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
džbán, hrnček, ňufák, ňucháč, nos, papuľa, čumák
Τυχαίες λέξεις