Λέξη: ήσυχα
Σχετικές λέξεις: ήσυχα
ήσυχα ελληνικά νησιά, ήσυχα μέρη για ζευγαράκια, ήσυχα και σιγαλά, ήσυχα σκυλιά, ήσυχα νησιά, ήσυχα βράδια, ήσυχα μπαράκια στην αθήνα, ήσυχα καφέ στην αθήνα, ήσυχα μέρη για διακοπές, ήσυχα βράδια στίχοι
Συνώνυμα: ήσυχα
μαλακά, ελαφρώς, σιγά, ευγενικά
Μεταφράσεις: ήσυχα
ήσυχα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
calmly, quietly, quiet, peaceful, calm
ήσυχα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tranquilamente, silenciosamente, silencio, en silencio, voz baja
ήσυχα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ruhig, leise, still, ruhiger, ruhiger Lage
ήσυχα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
calmement, tranquillement, doucement, calme, discrètement
ήσυχα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tranquillamente, tranquilla, silenzio, in silenzio, silenziosamente
ήσυχα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
silenciosamente, discretamente, quietamente, tranqüilamente, calmamente
ήσυχα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
rustig, stil, rustige, stilletjes, een rustige
ήσυχα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
хладнокровно, спокойно, тихо, тихом, тихонько, незаметно
ήσυχα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
stille, rolig, en rolig, stillhet, lavt
ήσυχα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tyst, lugnt, stilla, tysthet, ett lugnt
ήσυχα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hiljaa, rauhallisella, rauhallisella paikalla, hiljaisesti, hiljaisella
ήσυχα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
roligt, stille, stille og roligt, rolig, en rolig
ήσυχα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
klidně, tiše, klidném místě, potichu, na klidném místě
ήσυχα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
spokojnie, cicho, cichu, po cichu, cichej
ήσυχα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
csendesen, csendben, halkan, csendes, nyugodtan
ήσυχα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sessizce, sessiz, sakin, sakin bir, sessiz bir
ήσυχα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
спокійно
ήσυχα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pa zhurmë, qetë, heshtje, në heshtje, qetësisht
ήσυχα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
тихо, спокойно, тихичко, кротко, тихомълком
ήσυχα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
спакойна
ήσυχα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rahulikult, vaoshoitult, vaikselt, vaikse, tasa
ήσυχα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mirno, tiho, je tiho, tišini, tiho je
ήσυχα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hljóðlega, hljótt, hljóðlega að, rólega
ήσυχα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tyliai, ramiai, ramioje, santūriai
ήσυχα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mierīgi, klusi, klusā, klusu, klusām
ήσυχα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
тивко, тивко се, мирно, тивко го, тивко да
ήσυχα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cuminte, liniște, în liniște, liniștit, liniste
ήσυχα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
tiše, tiho, potiho, mirno, je tiho
ήσυχα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ticho, potichu, tíško