Empêcher στα ελληνικά

Μετάφραση: empêcher, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δυσχεραίνω, απαγορεύω, κωλυσιεργώ, εμποδίζω, παρακωλύω, προλαβαίνω, αποτρέπω, αποκλείω, πρόληψη, την πρόληψη, αποτροπή, εμποδίζουν, αποτρέψει
Empêcher στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abrégeai στα ελληνικά - συνοπτικό, συντομευμένη, συντετμημένα, συνοπτικής, συντομευμένης
  • balisez στα ελληνικά - σημαδούρα, ανατιμώ, τη σήμανση, επισημάνετε, σήμανση των, επισημάνετε έως
  • celez στα ελληνικά - κρύβω
  • complément στα ελληνικά - παράρτημα, αναπληρωτής, συνεργός, προσάρτημα, συμπληρώνω, συμπλήρωμα, συμπληρώματος, ...
Τυχαίες λέξεις
Empêcher στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δυσχεραίνω, απαγορεύω, κωλυσιεργώ, εμποδίζω, παρακωλύω, προλαβαίνω, αποτρέπω, αποκλείω, πρόληψη, την πρόληψη, αποτροπή, εμποδίζουν, αποτρέψει