Encaissé στα ελληνικά
Μετάφραση: encaissé, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βαθύς, εξαργυρώσει, εισπραχθεί, εξαργύρωσε, εξαργυρωθούν, εξαργυρωθεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- apporter στα ελληνικά - τροφοδοτώ, κατασκευάζω, εξαναγκάζω, κερδίζω, φτιάχνω, προξενώ, σιτίζω, ...
- boxée στα ελληνικά - εγκλωβιστούμε, κουτί, κουτιά, σε πλαίσιο, εγκιβωτίζονται
- challenger στα ελληνικά - διεκδικητής, αμφισβητία, αμφισβητίας, τον αμφισβητία, αντιπάλου
Τυχαίες λέξεις
Encaissé στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βαθύς, εξαργυρώσει, εισπραχθεί, εξαργύρωσε, εξαργυρωθούν, εξαργυρωθεί
Μεταφράσεις: βαθύς, εξαργυρώσει, εισπραχθεί, εξαργύρωσε, εξαργυρωθούν, εξαργυρωθεί