Λέξη: ψήσιμο

Σχετικές λέξεις: ψήσιμο

ψήσιμο χταποδιού, ψήσιμο αρνιού, ψήσιμο ψαριού, ψήσιμο πίτσας, ψήσιμο στον αέρα, ψήσιμο σουβλάκια, ψήσιμο τσιπούρας, ψήσιμο στα κάρβουνα, ψήσιμο σε ξυλόφουρνο, ψήσιμο μπριζόλας

Μεταφράσεις: ψήσιμο

ψήσιμο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
roasting, baking, cooking, firing, grilling

ψήσιμο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
asado, para asar, torrefacción, asación, de tostado

ψήσιμο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
röstend, Braten, Rösten, Röstung, Rösterei

ψήσιμο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rôtissage, cuisson, rôtissant, grillage, torréfaction, rôtir, la torréfaction

ψήσιμο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
per arrosti, tostatura, torrefazione, di torrefazione, di tostatura

ψήσιμο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
torrefação, torrefacção, torra, assar, roasting

ψήσιμο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
roosteren, braden, door roosteren, branden, het roosteren

ψήσιμο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
обжиг, обжарка, обжаривания, обжаривание, жарение

ψήσιμο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
steking, roasting, steke, røsting, Brenning

ψήσιμο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
rostning, stekning, stek, rostnings, rost

ψήσιμο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
paahtamalla, paahtamalla tehdyt, paahto, paahtaminen, paahtamisen

ψήσιμο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ristning, stegning, ristning af, ristningen

ψήσιμο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pečení, parný, pražení, opékání, smažení

ψήσιμο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
prażenie, pieczenia, prażenia, piekący, pieczenie

ψήσιμο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
sütés, pörkölés, pirítással, pörkölő, pörkölési

ψήσιμο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kavurma, ısıtıcısı, kızartma, pişirme, öğütme

ψήσιμο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
жаровня, випал, випалення, випалювання

ψήσιμο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pjekje, djegie, pjekja

ψήσιμο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
печене, пържене, изпичане, печене на, за печене

ψήσιμο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
абпал, абпальванне

ψήσιμο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
röstimise, küpsetamiseks, röstimine, küpsetusvalmis, röstimisel

ψήσιμο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prženje, pečenje, roasting, prženja, za pečenje

ψήσιμο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
steiktu, roasting, stiknun

ψήσιμο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kepimas, skrudinimas, skrudinimo, skrudinant, apdeginimo

ψήσιμο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
apdedzināšanas, cepšanas, grauzdēšanas, grauzdēšana, apgrauzdējot

ψήσιμο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
печење, пржење, на печење, за печење, печене

ψήσιμο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
prăjire, Prajirea, de prăjire, prajire, prăjirea

ψήσιμο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
praženje, pečenja, praženja, pečenje, žganje

ψήσιμο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sparný, parný

Στατιστικά δημοτικότητας: ψήσιμο

Τυχαίες λέξεις