Λέξη: υπεύθυνος
Σχετικές λέξεις: υπεύθυνος
υπεύθυνος υποδοχής και φιλοξενίας, υπεύθυνος επικοινωνίας, υπεύθυνος μηχανογράφησης, υπεύθυνος μάρκετινγκ τροφίμων, υπεύθυνος αποθήκης, υπεύθυνος διαδικτύου, υπεύθυνος συνώνυμα, υπεύθυνος διασφάλισης ποιότητας, υπεύθυνος μηχανογράφησης και τεχνολογίας, υπεύθυνος μισθοδοσίας
Συνώνυμα: υπεύθυνος
υποκείμενος, υπόλογος, υπαίτιος, αξιόπιστος, αξιόχρεος, βάσιμος, έμπιστος, ξηγημένος, ευξήγητος
Μεταφράσεις: υπεύθυνος
υπεύθυνος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
responsible, liable, accountable, charge, in charge
υπεύθυνος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
responsable, responsables, responsable de, responsabilidad, encargado
υπεύθυνος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
mündig, haftbar, verantwortungsvoll, verantwortlich, kreditwürdig, zuständig, zuständigen, verantwortlichen, zuständige
υπεύθυνος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
responsable, responsables, chargé, responsabilité, responsable de
υπεύθυνος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
responsabile, responsabili, responsabilità, competente, incaricato
υπεύθυνος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
responsável, responsáveis, responsabilidade, competente
υπεύθυνος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
toerekenbaar, verantwoordelijk, aansprakelijk, verantwoordelijke, verantwoordelijk is, verantwoordelijk zijn, die verantwoordelijk
υπεύθυνος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
надежный, вменяемый, ответственный, важный, ответственным, ответственность, отвечает, несет ответственности
υπεύθυνος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ansvarlig, ansvarsfull, ansvar, ansvaret, ansvarlige, er ansvarlig
υπεύθυνος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ansvarig, ansvariga, ansvarar, ansvara, ansvarigt
υπεύθυνος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vastuullinen, vastuussa, vastaa, vastaavat, vastaava
υπεύθυνος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ansvarsfuld, ansvarlig, ansvarlige, ansvaret, er ansvarlig, ansvarligt
υπεύθυνος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
odpovědný, zodpovědný, odpovídá, odpovědné, odpovědná
υπεύθυνος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
odpowiedzialny, odpowiedzialne, odpowiedzialna, odpowiedzialności, odpowiedzialni
υπεύθυνος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
felelős, illetékes, felel, felelősek, feladata
υπεύθυνος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sorumlu, sorumludur, sorumluluk, sorumlusu, sorumlu olan
υπεύθυνος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
обов'язку, зобов'язання, надійність, обов'язки, відповідальний, відповідальна, відповідальну
υπεύθυνος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përgjegjës, përgjegjëse, përgjegjësi, përgjigjet, pergjegjes
υπεύθυνος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
отговорен, отговорни, отговорна, отговорно, отговарящ
υπεύθυνος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адказны, адказную
υπεύθυνος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vastutav, vastutab, vastutavad, eest vastutav, eest vastutava
υπεύθυνος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zaslužan, odgovornog, odgovoran, odgovorna, odgovorni, odgovorno, odgovorne
υπεύθυνος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ábyrgð, ábyrgur, bera ábyrgð, ábyrgð á, ábyrgt
υπεύθυνος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atsakingas, atsakinga, atsako, atsakingos, atsakingi
υπεύθυνος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atbildīgs, atbildīga, atbild, atbildīgas, atbildīgā
υπεύθυνος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
одговорното, одговорен, одговорно, одговорни, одговорна
υπεύθυνος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
responsabil, competent, responsabilă, responsabile, responsabila
υπεύθυνος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
odgovorne, odgovorna, odgovorni, odgovorno, odgovoren
υπεύθυνος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zodpovedný, zodpovedá, zodpovednosť, je zodpovedný, zodpovedného