Exister στα ελληνικά
Μετάφραση: exister, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
είμαι, ζω, βρίσκομαι, διανύω, ζωντανός, υπάρχω, μένω, υπάρχουν, υπάρχει, υφίστανται, υφίσταται, να υπάρχουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- acheminée στα ελληνικά - διαβιβάζεται, διαβιβάστηκε, διαβιβάζονται, διαβίβασε, διαβιβάστηκαν
- amputés στα ελληνικά - ανάπηρος, Ακρωτηριασμένη, ακρωτηριασμένος, ακρωτηριασμένο άτομο, ακρωτηριασμένο
- argent στα ελληνικά - λεφτά, ασημί, κέρμα, ασημένιος, χρήματα, χρήμα, χρημάτων, ...
- banditisme στα ελληνικά - ληστεία, ληστείες, ληστείας, οι ληστείες, τις ληστείες
Τυχαίες λέξεις
Exister στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: είμαι, ζω, βρίσκομαι, διανύω, ζωντανός, υπάρχω, μένω, υπάρχουν, υπάρχει, υφίστανται, υφίσταται, να υπάρχουν
Μεταφράσεις: είμαι, ζω, βρίσκομαι, διανύω, ζωντανός, υπάρχω, μένω, υπάρχουν, υπάρχει, υφίστανται, υφίσταται, να υπάρχουν