Λέξη: εύχρηστος

Σχετικές λέξεις: εύχρηστος

εύχρηστος συνώνυμα

Συνώνυμα: εύχρηστος

βολικός, επιτήδειος, ευχερής, πρόχειρος, εξυπηρετικός

Μεταφράσεις: εύχρηστος

εύχρηστος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
handy, easy to use, convenient, simple to use

εύχρηστος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
manuable, práctico, a mano, útil, mano, práctica

εύχρηστος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
griffig, nützlich, handlich, praktisch, handliche, handlichen, handliches

εύχρηστος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
adroit, adhésif, agile, pratique, convenable, habile, opportun, accort, utile, dégourdi, débrouillard, maniable, portée de main, à portée de main

εύχρηστος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
a portata di mano, comodo, utile, pratico, portata di mano

εύχρηστος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
acessível, belo, formoso, considerável, conveniente, útil, prático, calhar

εύχρηστος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
doelmatig, gemakkelijk, geschikt, handig, handige, pas, van pas, hand

εύχρηστος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
поворотливый, сподручный, портативный, ловкий, полезный, удобный, близкий, удобно, удобная, рукой

εύχρηστος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bekvem, hendig, praktisk, nyttig, praktiske, hendige

εύχρηστος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
händig, praktiskt, behändig, praktisk, hands

εύχρηστος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sukkela, kätevä, käteviä, kätevää, kätevästi

εύχρηστος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
handy, praktisk, praktiske, smart

εύχρηστος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vhodný, obratný, šikovný, zručný, příhodný, dovedný, užitečný, praktický, vhod, po ruce

εύχρηστος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dogodny, sprytny, wygodny, przydatny, podręczny, zręczny, poręczny

εύχρηστος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ügyes, praktikus, kéznél, a praktikus

εύχρηστος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kullanışlı, kullanışlı bir, kullanışlıdır, pratik, handy

εύχρηστος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вправний, ловкий, зручний, близький, придатися, веб, зручним

εύχρηστος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i dobishëm, dobishëm, volitshëm, të dobishëm, të volitshëm

εύχρηστος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сръчен, полезен, удобен, удобно, удобна

εύχρηστος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
зручны

εύχρηστος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
käepärane, osav, mugav, käepärast, kasulik

εύχρηστος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pogodan, zgodan, spretan, ruci, pri ruci, praktičan

εύχρηστος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
laginn, vel, handlaginn, sér vel, handhæga, hagkvæmt

εύχρηστος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
patogus, patogu, naudinga, patogi

εύχρηστος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ērts, parocīgs, parocīgiem, rokai

εύχρηστος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
корисна, рака, практични, удобен, најде

εύχρηστος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
comod, îndemână, la îndemână, indemana, la indemana

εύχρηστος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
priročen, priročno, priročni, priročna

εύχρηστος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
praktický, šikovný
Τυχαίες λέξεις