Fait στα ελληνικά

Μετάφραση: fait, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μεστός, βαλίτσα, επενέργεια, γεγονός, αγωγή, συμβάν, καθορισμένος, έτοιμος, θήκη, μεστώνω, περιστατικό, δεσμός, δράση, διάβημα, ώριμος, προσπάθεια, πραγματικότητα, γεγονότος, Πράγματι, ότι
Fait στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • agrée στα ελληνικά - εγκεκριμένα, εγκεκριμένο, εγκριθεί, που εγκρίθηκε, ενέκρινε
  • allaité στα ελληνικά - θηλάζουν, που θηλάζουν, θηλάσει, θηλάζοντα, θηλάζον
  • amusante στα ελληνικά - διασκέδαση, τη διασκέδαση, διασκεδαστικό, διασκέδασης, διασκεδάσουν
  • armer στα ελληνικά - όπλο, μπράτσο, κόκορας, πετεινός, χέρι, βραχίονα, βραχίονας, ...
Τυχαίες λέξεις
Fait στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μεστός, βαλίτσα, επενέργεια, γεγονός, αγωγή, συμβάν, καθορισμένος, έτοιμος, θήκη, μεστώνω, περιστατικό, δεσμός, δράση, διάβημα, ώριμος, προσπάθεια, πραγματικότητα, γεγονότος, Πράγματι, ότι