Λέξη: ζημιά

Σχετικές λέξεις: ζημιά

ζημιά ετυμολογία, ζημιά από πώληση ομολόγων, ζημιά συνώνυμο, ζημιά αντίθετο, ζημιά συνώνυμα, ζημιά απορροφώσας, ζημιά από πώληση μετοχών, ζημιά στίχοι, ζημιά πανταζής, ζημιά ονειροκρίτης

Συνώνυμα: ζημιά

βλάβη, πλήγμα, απώλεια, χασούρα, χάσιμο, χαμός, πτώση, αδίκημα, τραυματισμός, πληγή, κάκωση, κακό, σκανδαλιά, αταξία, μείωση, προκατάληψη, ζημιογόνος πράξη, πρόληψη, κακή υπηρεσία

Μεταφράσεις: ζημιά

ζημιά στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
damage, loss, harm, injury, damaged

ζημιά στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
estropear, avería, deterioro, daño, dañar, daños, el daño, los daños, daños en

ζημιά στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
havarie, preis, schaden, schadensbild, beschädigen, beschädigung, Schaden, Beschädigung, Schädigung, Schäden

ζημιά στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
détruire, délabrer, endommagent, dommage, user, prix, accidenter, atteinte, abîmer, avarions, endommagez, avarient, léser, endommager, dégrader, endommagement, dommages, dégâts, des dommages, les dommages

ζημιά στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
avaria, ledere, danno, difetto, detrimento, lesione, danneggiare, danni, i danni, danneggiamento

ζημιά στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
deteriorar, danos, avariar, represa, estrago, avaria, danificar, arruinar, preços, dano, estragar, prejuízo, os danos, dano de

ζημιά στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
defect, schenden, beschadiging, verwoesten, beschadigen, stukmaken, bederven, havenen, prijs, schaden, schade, toetakelen, gebrek, beschadigingen, schade die, beschadigd

ζημιά στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
потравить, портиться, поломка, вредить, порча, убыль, цена, портить, урон, вред, испортить, уродовать, повреждать, авария, повредить, повреждение, ущерб, повреждения, повреждений, ущерба

ζημιά στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skade, beskadige, skader, skaden

ζημιά στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
åverkan, skada, ramponera, avbräck, skador, skadan

ζημιά στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vaurio, halla, tuho, vahingoittaa, vaurioittaa, vahinko, vioittaa, pilata, runnella, hinta, vahinkoa, vaurioita, vahinkoja, vahinkojen

ζημιά στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
beskadige, skade, skader, beskadigelse, tab, skaden

ζημιά στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ztráta, pošramotit, pokazit, poškodit, škoda, újma, poškození, odškodné, škody, škodu, škod

ζημιά στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
szkoda, nadwerężyć, uszko, zaszkodzić, zepsucie, uszkadzać, uszkodzenie, zniszczenie, awaria, uszczerbek, niszczyć, odszkodowanie, niepowodzenie, kancerować, uszkodzić, zniszczyć, uszkodzenia, obrażenia, szkody

ζημιά στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kár, kárt, károk, károkat, károsodás

ζημιά στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
zarar, hasar, hasarı, bir hasar, hasarlar

ζημιά στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
збиток, псуватись, пошкодження, пошкоджувати, ушкодження, порушення, пошкодженню

ζημιά στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dëmtoj, çmim, dëm, dëme, dëmtimi, dëmtim, dëme të

ζημιά στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
цена, щета, повреда, повреждане, вреда, щети

ζημιά στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пашкоджанне, пашкоджаньне

ζημιά στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kahjutasu, kahjustama, kahju, kahjustusi, kahjustuste, kahjude

ζημιά στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
oštećenja, oštećenost, pokvariti, oštećenje, šteta, štete, štetu

ζημιά στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
mein, brjóta, tjón, skemmdir, skaða, skemmt, tjónið

ζημιά στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
comminuo, malum, iniuria, damnum, detrimentum

ζημιά στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kaina, sugadinti, žala, žalos, žalą, pažeidimas

ζημιά στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sapostīt, sabojāt, cena, postījums, sasist, bojājums, zaudējumi, kaitējums, kaitējumu, bojājumi

ζημιά στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
цената, оштетување, штета, штетата, оштетувања, оштетување на

ζημιά στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pagubă, strica, preţ, prejudiciu, daune, deteriorarea, daunele, deteriorare

ζημιά στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
škoda, poškodba, poškodbe, škode

ζημιά στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
poškodiť, škoda, škodu, škody, ujma

Στατιστικά δημοτικότητας: ζημιά

Τυχαίες λέξεις