Λέξη: δασμοί
Σχετικές λέξεις: δασμοί
δασμοί εισαγωγών από αμερική, δασμοί αυτοκινήτων, δασμοί εισαγωγής από κίνα, δασμοί αντιντάμπινγκ, δασμοί μεταχειρισμένων αυτοκινήτων, δασμοί τελωνείου, δασμοί από κίνα, δασμοί από αμερική, δασμοί εισαγωγής, δασμοί εισαγωγών
Μεταφράσεις: δασμοί
δασμοί στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
duty, duties, tariffs, Customs duties, duties are
δασμοί στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
deber, faena, arancel, obligación, deberes, funciones, obligaciones, derechos, tareas
δασμοί στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gebühr, verpflichtung, steuer, tarif, obliegenheit, amt, betriebszeit, zoll, pflicht, abgabe, Aufgaben, Pflichten, Abgaben, Zölle
δασμοί στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
douane, obligation, tarif, office, droit, charge, service, devoir, redevance, fonctions, devoirs, droits, tâches, obligations
δασμοί στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
dogana, dovere, dazio, obbligo, doveri, compiti, funzioni, dazi, I dazi
δασμοί στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tarifas, holandês, dever, deveres, direitos, funções, atribuições, direitos de
δασμοί στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verplichting, obligatie, plichten, taken, werkzaamheden, verplichtingen, taak
δασμοί στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пошлина, дежурство, почтение, охранение, режим, чередование, налог, долг, обязанность, мощность, подать, повинность, служба, гидромодуль, обязательство, производительность, обязанности, пошлины, обязанностей, пошлин
δασμοί στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
toll, forpliktelse, tariff, avgift, plikt, plikter, oppgaver, avgifter, pliktene, forpliktelser
δασμοί στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
plikt, åliggande, tullar, arbetsuppgifter, skyldigheter, tull
δασμοί στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
maksutaulukko, velvollisuus, päivystys, tulli, hinta-asteikko, tullimaksu, päivystysvuoro, tehtävät, tullit, tulleja, tullien, tehtäviä
δασμοί στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
pligt, pligter, afgifter, opgaver, told, hverv
δασμοί στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
poplatek, provoz, povinnost, služba, dávka, závazek, funkce, clo, povinnosti, cla, cel, úkoly
δασμοί στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dług, dyżur, cło, służba, obowiązek, obciążenie, obowiązki, należności, cła, obowiązków, ceł
δασμοί στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
adó, illeték, feladatai, feladatok, feladatait, feladataik, feladatokat
δασμοί στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ödev, yüküm, görev, borç, görevleri, vergileri, görevler, vergiler
δασμοί στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вартування, наряд, режим, потужність, ушанування, обов'язки, обов'язку, обов'язків, Обязанности, обов'язок
δασμοί στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shërbim, detyrë, detyrat, detyrimet, detyrat e, detyra, detyrave
δασμοί στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
тарифа, задължения, мита, задълженията, сборове, митата
δασμοί στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
абавязак, абавязкі, абавязкаў, абавязку
δασμοί στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kohus, kohustused, ülesannete, kohustusi, ülesandeid, kohustuste
δασμοί στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
služba, carina, porez, dužnost, zaduženje, dužnosti, pristojbe, carine, obaveze, zadaci
δασμοί στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skylda, skyldur, skyldum, gjöld, tolla, tollar
δασμοί στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
officium
δασμοί στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
muitas, pareigos, muitai, pareigas, muitų, mokesčiai
δασμοί στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nodeva, nodoklis, pienākumi, pienākumus, nodevas, nodokļi, nodokļus
δασμοί στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
должности, обврски, должностите, давачки, обврските
δασμοί στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sarcină, datorie, taxe, taxele, taxelor, drepturi, atribuțiilor
δασμοί στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
služba, carina, dolžnosti, dajatve, naloge, carine, dajatev
δασμοί στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
clo, poplatok, služba, povinnosti, povinností, záväzky, povinnosť
Τυχαίες λέξεις