Fermé στα ελληνικά
Μετάφραση: fermé, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρωμαλέος, ισχυρός, σκέτος, στάβλος, ανθεκτικός, καθοριστικός, θαρραλέος, απάνθρωπος, αγρόκτημα, σκληροτράχηλος, κραταιός, μάντρα, στερεός, αμετάπειστος, ακλόνητος, αδιάλλακτος, εκμετάλλευση, αγροκτήματος, φάρμα, γεωργικών εκμεταλλεύσεων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- blâmez στα ελληνικά - κατηγορώ, ευθύνη, μομφή, Blame, Επίπληξη
- bouffe στα ελληνικά - περίεργος, κωμικός, αστείος, τροφή, τροφίμων, τρόφιμα, των τροφίμων, ...
- calibrant στα ελληνικά - βαθμονόμησης, βαθμονόμηση, διακρίβωσης, βαθμονόμησης της, διαμετρήσεως
- chagrinées στα ελληνικά - αδικημένοι, θιγόμενο, αδικηθεί, ζημιωθέντων, ζημιωθέντες
Τυχαίες λέξεις
Fermé στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρωμαλέος, ισχυρός, σκέτος, στάβλος, ανθεκτικός, καθοριστικός, θαρραλέος, απάνθρωπος, αγρόκτημα, σκληροτράχηλος, κραταιός, μάντρα, στερεός, αμετάπειστος, ακλόνητος, αδιάλλακτος, εκμετάλλευση, αγροκτήματος, φάρμα, γεωργικών εκμεταλλεύσεων
Μεταφράσεις: ρωμαλέος, ισχυρός, σκέτος, στάβλος, ανθεκτικός, καθοριστικός, θαρραλέος, απάνθρωπος, αγρόκτημα, σκληροτράχηλος, κραταιός, μάντρα, στερεός, αμετάπειστος, ακλόνητος, αδιάλλακτος, εκμετάλλευση, αγροκτήματος, φάρμα, γεωργικών εκμεταλλεύσεων