Λέξη: συμπαθητικός

Σχετικές λέξεις: συμπαθητικός

συμπαθητικός στα αγγλικά, συμπαθητικός στα γαλλικά

Συνώνυμα: συμπαθητικός

όμορφη, ωραίος, καλός, νόστιμος, λεπτός, αγαπητός, ελκυστικός, ευχάριστος, συμπονετικός

Μεταφράσεις: συμπαθητικός

συμπαθητικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
likeable, nice, sympathetic, likable, engaging

συμπαθητικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
amable, simpático, agradable, bonito, bonita, bien, bueno

συμπαθητικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sympathisch, angenehm, liebenswert, schön, nett, schöne, schönen, nette

συμπαθητικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sympathique, prévenant, agréable, bien, beau, joli, belle

συμπαθητικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
simpatico, bello, bella, piacevole, bel, belle

συμπαθητικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
agradável, bom, Nice, boa, legal

συμπαθητικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
leuk, mooi, lekker, aardig, prettig

συμπαθητικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
располагающий, приятный, хороший, приятно, красивый, красиво

συμπαθητικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sympatisk, fin, hyggelig, fint, flott

συμπαθητικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fin, trevlig, trevligt, trevliga, bra

συμπαθητικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sympaattinen, kiva, mukava, Nice, mukavaa, Nizza

συμπαθητικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
god, rart, dejlig, flot, dejligt

συμπαθητικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
sympatický, pěkný, hezký, pěkné, hezké, pěkná

συμπαθητικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sympatyczny, miły, ładny, dobry, przyjemny, ładne

συμπαθητικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szép, jó, kedves, kellemes

συμπαθητικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
güzel, güzel bir, hoş, iyi, güzeldi

συμπαθητικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
схожий, любити, так, рівне, отак, сильно, подібний, хороший, гарний, добрий, хороша

συμπαθητικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i mirë, i bukur, bukur, mirë, e bukur

συμπαθητικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
приятен, хубав, хубаво, приятно, хубава

συμπαθητικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
добры, добрая, харошы

συμπαθητικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
meeldiv, kena, tore, nice, ilus, hea

συμπαθητικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
lijepo, lijep, lijepa, bilo lijepo, nice

συμπαθητικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ágætur, gott, gaman, fallegt, góð

συμπαθητικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gražus, nice, malonu, graži, malonus

συμπαθητικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
jauks, jauki, jauka, jauku

συμπαθητικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
убаво, убав, убава, убави, добро

συμπαθητικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
simpatic, frumos, bună, superbă, drăguț, de frumos

συμπαθητικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
lepo, nice, lepa, lep

συμπαθητικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sympatický, pekný, pekné
Τυχαίες λέξεις