Fréquenter στα ελληνικά

Μετάφραση: fréquenter, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συχνός, στοιχειώνω, θέρετρο, επίσκεψη, συχνάζω, παρακολουθώ, επισκέπτομαι, παραβρίσκομαι, συχνές, συχνή, συχνά, συχνών
Fréquenter στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • béquille στα ελληνικά - πατερίτσα, δεκανίκι, το δεκανίκι, δεκανίκι για, δεκανικιών
  • censurée στα ελληνικά - λογοκρίνονται, λογοκρίνεται, λογοκριμένη, λογοκρίθηκε, λογοκριθεί
  • ciel στα ελληνικά - ουρανός, παράδεισος, ουρανό, ουρανού, τον ουρανό
Τυχαίες λέξεις
Fréquenter στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συχνός, στοιχειώνω, θέρετρο, επίσκεψη, συχνάζω, παρακολουθώ, επισκέπτομαι, παραβρίσκομαι, συχνές, συχνή, συχνά, συχνών