Λέξη: συλλογισμός

Σχετικές λέξεις: συλλογισμός

συλλογισμόσ ετυμολογια, συλλογισμόσ αριστοτέλησ, συλλογισμός english, συλλογισμός ορισμός, αριθμητικόσ συλλογισμόσ, συλλογισμός αριστοτέλη, συλλογισμός αγγλικά, συλλογισμός συνώνυμα, συλλογισμός παραγωγικός, δικανικός συλλογισμός

Συνώνυμα: συλλογισμός

αιτιολογία, λογική, διαλογισμός, σκέψεις, μηρυκασμός, αναμάσημα, σκέψη, κατήφεια, λογικότης, λογικότητα, ειρμός, σκεπτικότητα, σκεπτικότης, προσοχή

Μεταφράσεις: συλλογισμός

συλλογισμός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
syllogism, reasoning, reflection, reasoning is, premise

συλλογισμός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
argumento, raciocinio, deducción, razonamiento, silogismo, el razonamiento, razonamientos, motivación, razonar

συλλογισμός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
argumentierend, intelligent, gedankengang, denkend, klug, überlegend, Denken, Argumentation, Begründung, Überlegungen, Erwägungen

συλλογισμός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
raisonnant, syllogisme, déduction, argument, raisonnement, le raisonnement, motivation, raisonnements, un raisonnement

συλλογισμός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ragionamento, motivazione, il ragionamento, ragionamenti, ragionare

συλλογισμός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
raciocínio, fundamentação, o raciocínio, argumentação, razão

συλλογισμός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
redenering, motivering, redeneren, redenering van, de redenering

συλλογισμός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
резон, силлогизм, аргумент, аргументация, соображение, рассуждение, умствование, размышление, рассуждения, рассуждений, обоснование

συλλογισμός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
resonnement, begrunnelsen, resonnementer, resonnering, begrunnelse

συλλογισμός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
resonemang, motivering, resonemanget, motiveringen, argumentation

συλλογισμός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
älyllinen, älykäs, päättely, järjellinen, päätelmä, järkeily, perustelut, perustelujen, perusteluja, päättelyä

συλλογισμός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ræsonnement, begrundelse, argumentation, begrundelsen

συλλογισμός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dedukce, sylogismus, usuzování, úvaha, důvod, uvažování, odůvodnění, úvahy, argumentace

συλλογισμός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
argumentacja, rozumowanie, wywód, sylogizm, wnioskowanie, uzasadnienie, rozumowania, uzasadnienia

συλλογισμός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szillogizmus, okfejtés, érvelés, indokolás, érvelést, indokolása, érvelése

συλλογισμός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
muhakeme, akıl yürütme, akıl, mantık, düşünme

συλλογισμός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
силогізм, обміркований, тонкий, міркування, розмірковування, роздуми

συλλογισμός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
arsyetim, arsyetimi, arsyetimin, arsyetimi i, arsyetimit

συλλογισμός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
силогизми, разсъждаване, доводи, аргументи, мотиви, мотивите

συλλογισμός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
развагі, разважанні, разважаньні, разважання

συλλογισμός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
arutluskäik, arutlemine, põhjendus, põhjendused, põhjendusi, põhjenduste

συλλογισμός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
rasuđivanje, obrazloženje, zaključivanje, rezoniranje, obrazloženja

συλλογισμός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
reasoning, rökstuðningur, rökhugsun, rökstuðning, röksemdafærsla

συλλογισμός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
samprotavimas, argumentai, motyvai, motyvavimas, argumentacija

συλλογισμός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
spriešana, argumentācija, pamatojums, argumentāciju, pamatojumā

συλλογισμός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
резонирање, расудување, размислување, резонирањето, образложението

συλλογισμός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
raționament, raționamentul, motivare, raționamentului, rationament

συλλογισμός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
argument, obrazložitev, sklepanje, razmišljanje, utemeljitev, utemeljevanje

συλλογισμός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
argument, usužovaní, dedukcie, uvažovanie, uvažovania, uvažovaní, myslenia, myslenie

Στατιστικά δημοτικότητας: συλλογισμός

Τυχαίες λέξεις