Gain στα ελληνικά

Μετάφραση: gain, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αγαθός, έπαθλο, ωφελώ, κέρδος, βραβείο, γυρίζω, επίδομα, επιτόκιο, λάφυρα, χρησιμεύω, ανταμοιβή, αμοιβή, ενδιαφέρον, τεύχος, νικώ, χρήση, αύξηση, κέρδους, όφελος, αύξηση του
Gain στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • accaparé στα ελληνικά - γωνιαίος, στριμώξει, στρίμωξε, εγκλωβίστηκαν, στριμωγμένος
  • aphrodite στα ελληνικά - Αφροδίτη, Αφροδίτης, της Αφροδίτης, η Αφροδίτη
  • compliquant στα ελληνικά - περιπλέκοντας, περιπλέκει, περιπλέκουν, που περιπλέκει, περίπλοκη
Τυχαίες λέξεις
Gain στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αγαθός, έπαθλο, ωφελώ, κέρδος, βραβείο, γυρίζω, επίδομα, επιτόκιο, λάφυρα, χρησιμεύω, ανταμοιβή, αμοιβή, ενδιαφέρον, τεύχος, νικώ, χρήση, αύξηση, κέρδους, όφελος, αύξηση του