Λέξη: ισοτιμία

Σχετικές λέξεις: ισοτιμία

ισοτιμία ευρώ δολαρίου, ισοτιμία ευρώ στερλίνας, ισοτιμία αγοραστικής δύναμης, ισοτιμία ελβετικού φράγκου ευρώ, ισοτιμία ευρώ λίρας αγγλίας, ισοτιμία ευρώ σουηδικής κορώνας, ισοτιμία ευρώ ρούβλι, ισοτιμία ευρώ λέβα, ισοτιμία δολάρια σε ευρώ, ισοτιμία ευρώ, ισοτιμία λίρας, ισοτιμία ευρώ λίρας, ισοτιμία δολαρίου, ισοτιμία ευρω, ισοτιμια, ισοτιμία ευρώ λίρα, ισοτιμία δολάριο ευρώ, ισοτιμία λίρας αγγλίας, isotimia, συναλλαγματική ισοτιμία, ισοτιμια ευρω

Συνώνυμα: ισοτιμία

par, άρτιο, ισότης όρων, πραγματική αξία, ισότητα, ισότης, ισότιμος

Μεταφράσεις: ισοτιμία

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
par, parity, equivalent, rate, exchange rate
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
igualdad, paridad, la paridad, de paridad, paridad de, la paridad de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
pari, gleichwertigkeit, gleichheit, Parität, Paritäts, Parity
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
parité, moyenne, pair, équivalence, égalité, la parité, de parité, paritaire
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
parità, uguaglianza, di parità, la parità, parità di, parity
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
paridade, de paridade, a paridade, paridade de, igualdade
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gelijkheid, pariteit, de pariteit, parity, paritaire
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
паритет, паритетность, равенство, номинал, соотношение, четности, четность, на четность
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
likhet, paritet, parity, paritets, pariteten
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
jämlikhet, paritet, paritets, pariteten, kursen
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tasa-arvo, par, pariteetti, pariteetin, pariteettia, tasa, parity
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
lighed, paritet, pariteten, ligestilling, kurs, paritetisk
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
normál, rovnost, parita, průměr, parity, paritní, paritu, paritou
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
parytet, artykulik, równość, parzystości, parzystość, parytetu
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
egyenrangúság, árfolyam, egyenérték, névérték, paritás, paritást, paritásos, paritása, egyenlőség
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
parite, eşlik, paritesi, parity, paritesinin
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
паритет, номінал, паритетний, рівність, рівновагу, паритету
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
paritet, barazi, pariteti, barazia, pariteti i
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
равенство, паритет, паритетен, равнопоставеност, паритета
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
парытэт
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pariteet, võrdsus, pariteedi, pariteedist, pariteedi alusel
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
jednakost, uglavnom, prvenstvo, paritet, pariteta, paritetni, paritetne, Parity
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
jöfnuður, fjölda barna, vikmarka, til jafns, gildi vikmarka
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
lygybė, paritetas, pariteto, lyginumo, lygiavertiškumas
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vienlīdzība, paritāte, paritātes, paritāti
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
паритет, паритетот, парност, еднаквост, паритет на
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
egalitate, paritate, paritatea, de paritate, parității, paritate de
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
normál, par, pariteta, paritetni, parity, paritete, paritetnega
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
par, normál, rovnováha, parita, kurz, parity, parít, parite

Στατιστικά δημοτικότητας: ισοτιμία

Τυχαίες λέξεις