Gonflée στα ελληνικά
Μετάφραση: gonflée, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παράτολμος, απερίσκεπτος, πρησμένος, πρησμένο, πρησμένα, διογκωμένων, πρησμένοι
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- basé στα ελληνικά - με βάση, βάση, βασίζονται, βασίζεται, που βασίζονται
- caserne στα ελληνικά - στρατώνας, στρατοπέδων, των στρατοπέδων, στρατώνα
- causèrent στα ελληνικά - προκαλείται, προκαλούνται, που προκαλείται, που προκαλούνται, προκάλεσε
Τυχαίες λέξεις
Gonflée στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παράτολμος, απερίσκεπτος, πρησμένος, πρησμένο, πρησμένα, διογκωμένων, πρησμένοι
Μεταφράσεις: παράτολμος, απερίσκεπτος, πρησμένος, πρησμένο, πρησμένα, διογκωμένων, πρησμένοι