Λέξη: σκυρόδεμα

Σχετικές λέξεις: σκυρόδεμα

σκυρόδεμα β160, σκυρόδεμα c20 25, σκυρόδεμα c20/25, σκυρόδεμα τιμές, σκυρόδεμα αναλογίες υλικών, σκυρόδεμα από ανακυκλωμένα αδρανή, σκυρόδεμα υψηλής επιτελεστικότητας, σκυρόδεμα θεσσαλονίκη, σκυρόδεμα ρύσεων, σκυρόδεμα κύπρος

Συνώνυμα: σκυρόδεμα

μπετό, τσιμέντο

Μεταφράσεις: σκυρόδεμα

σκυρόδεμα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
concrete, the concrete, of concrete, concrete is

σκυρόδεμα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
concreto, hormigón, de hormigón, cemento, concreta

σκυρόδεμα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
konkret, beton, betonieren, Beton, konkrete, konkreten

σκυρόδεμα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
précis, concret, béton, bétonner, concrète, en béton, de béton

σκυρόδεμα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
calcestruzzo, concreto, cemento, concreta, di cemento

σκυρόδεμα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
formigão, concreto, betão, concreta, de concreto, concretas

σκυρόδεμα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
concreet, beton, betonnen, van beton

σκυρόδεμα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
конкретный, реальный, бетонный, бетон, бетона, конкретные, конкретное

σκυρόδεμα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
konkret, betong, konkrete, betongen

σκυρόδεμα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
betong, konkret, konkreta, betongen

σκυρόδεμα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
esineellinen, betoni, konkreettinen, konkreettisia, betonin, konkreettisiin

σκυρόδεμα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
beton, konkret, konkrete, betonen

σκυρόδεμα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
beton, konkrétní, betonovat, betonu, betonová, betonové

σκυρόδεμα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
konkretny, beton, betonowy, specyficzny, konkret, betonu, konkretne

σκυρόδεμα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
beton, konkrét, a konkrét, tényleges, kézzelfogható

σκυρόδεμα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
somut, beton, somut bir, betonarme

σκυρόδεμα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бетонний, конкретний, бетон, бетонувати, цегла, бетону, двері

σκυρόδεμα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
konkret, beton, konkrete, betoni, betonit

σκυρόδεμα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бетон, бетонния, конкретни, конкретен, конкретна, бетона

σκυρόδεμα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
бетон

σκυρόδεμα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tajutav, betoon, konkreetne, konkreetseid, konkreetsed, konkreetsete

σκυρόδεμα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
konkretno, konkretne, beton, betonski, materijali, betona, betonska, konkretan, betonske

σκυρόδεμα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
steypu, steinsteypu, steinsteypa, steypa, áþreifanleg

σκυρόδεμα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
betonas, betono, konkretus, konkrečių, konkreti

σκυρόδεμα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
betons, betona, konkrēts, konkrēta, konkrētu

σκυρόδεμα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
бетон, бетонски, конкретни, конкретна, конкретните

σκυρόδεμα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
beton, concret, de beton, concrete, concretă

σκυρόδεμα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
konkrétní, beton, betona, betonske, betonska, betonski

σκυρόδεμα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
betón, betónu, beton

Στατιστικά δημοτικότητας: σκυρόδεμα

Τυχαίες λέξεις