Hauteur στα ελληνικά
Μετάφραση: hauteur, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ύψωση, ανατέλλω, ύψος, ανύψωση, έπαρση, ανάδειξη, αλαζονεία, ορθώνομαι, κλυδωνίζομαι, αυξάνομαι, υπεροψία, αύξηση, υψόμετρο, λόφος, ύψους, το ύψος, ύψος του, του ύψους
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- adoptèrent στα ελληνικά - υιοθέτησε, που εγκρίθηκε, εγκρίθηκε, ενέκρινε, εξέδωσε
- apprêter στα ελληνικά - ντύνομαι, περατώνω, τέλος, απονέμω, τερματισμός, τελειώνω, φτιάχνω, ...
- bassesse στα ελληνικά - ταπείνωση, όνειδος, ευτέλεια, προστυχιά, χυδαιότητα, baseness, απανθρωπισμού, ...
- colorant στα ελληνικά - χρωστικός, λεκιάζω, κηλίδα, βάφω, βαφή, χρώμα, βαφής, ...
Τυχαίες λέξεις
Hauteur στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ύψωση, ανατέλλω, ύψος, ανύψωση, έπαρση, ανάδειξη, αλαζονεία, ορθώνομαι, κλυδωνίζομαι, αυξάνομαι, υπεροψία, αύξηση, υψόμετρο, λόφος, ύψους, το ύψος, ύψος του, του ύψους
Μεταφράσεις: ύψωση, ανατέλλω, ύψος, ανύψωση, έπαρση, ανάδειξη, αλαζονεία, ορθώνομαι, κλυδωνίζομαι, αυξάνομαι, υπεροψία, αύξηση, υψόμετρο, λόφος, ύψους, το ύψος, ύψος του, του ύψους