Λέξη: φούσκωμα

Σχετικές λέξεις: φούσκωμα

φούσκωμα στο στήθος, φούσκωμα στην κοιλιά και πόνος, φούσκωμα εντέρων, φούσκωμα κοιλιάς, φούσκωμα στην κοιλια, φούσκωμα στομάχι, φούσκωμα στο στομαχι, φούσκωμα πατώματος, φούσκωμα και αέρια, φούσκωμα στην εγκυμοσύνη

Συνώνυμα: φούσκωμα

χτύπημα, τίναγμα, οίδημα, φούσκα, φύσημα, μπουφές, πνοή, αριστοκράτης, κύμα, φίνος, πρήξιμο, πληθωρισμός, εμφύσηση, στόμφος, αέρια του στομάχου

Μεταφράσεις: φούσκωμα

φούσκωμα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
flatulence, inflation, swell, swelling, puff

φούσκωμα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
inflación, la inflación, de inflación, inflación de, de la inflación

φούσκωμα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aufgeblasenheit, blähung, Inflation, Inflations, die Inflation, Inflationsrate

φούσκωμα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
flatulence, météorisme, gonflement, inflation, l'inflation, gonflage, de l'inflation

φούσκωμα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
inflazione, l'inflazione, dell'inflazione, di inflazione, gonfiaggio

φούσκωμα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inflação, a inflação, de inflação, da inflação

φούσκωμα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
inflatie, de inflatie, het opblazen

φούσκωμα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
метеоризм, напыщенность, претенциозность, инфляция, инфляции, инфляцию, уровень инфляции, инфляцией

φούσκωμα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
inflasjon, inflasjonen, inflasjons, prisveksten, prisvekst

φούσκωμα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
inflation, inflationen, inflations

φούσκωμα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
inflaatio, inflaation, inflaatiota, inflaatioon

φούσκωμα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
inflation, inflationen

φούσκωμα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nadmutí, nadýmání, inflace, inflaci, inflační, inflačního, inflace se

φούσκωμα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wzdęcie, inflacja, inflacji, inflację, inflacyjnego

φούσκωμα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szélszorulás, infláció, inflációs, az infláció, inflációt, inflációra

φούσκωμα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
enflasyon, enflasyonun, enflasyonu, enflasyona

φούσκωμα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
метеоризм, бундючність, претензійність, пихатість, інфляція

φούσκωμα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
inflacion, inflacioni, inflacionit, e inflacionit, inflacioni i

φούσκωμα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
инфлация, инфлацията, на инфлацията, на инфлация

φούσκωμα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
інфляцыя

φούσκωμα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
puhitus, inflatsioon, inflatsiooni, inflatsiooniga, inflatsioonile, inflatsioonimäär

φούσκωμα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
inflacija, inflacije, inflaciju, je inflacija, inflacija je

φούσκωμα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
verðbólga, verðbólgu, verðbólgan, að verðbólga, verðbólguhorfur

φούσκωμα στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
inflatio

φούσκωμα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
infliacija, infliacijos, infliaciją, infliacijai

φούσκωμα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
inflācija, inflācijas, inflāciju, inflâcija, inflācijai

φούσκωμα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
инфлацијата, инфлација, на инфлација, на инфлацијата, инфлациски

φούσκωμα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
umflare, inflației, inflația, inflație, a inflației

φούσκωμα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
inflacija, inflacije, inflacijo, inflacija po

φούσκωμα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
inflácie, inflácia, infláciu, miera inflácie

Στατιστικά δημοτικότητας: φούσκωμα

Τυχαίες λέξεις