Illicite στα ελληνικά
Μετάφραση: illicite, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φυγάς, παράνομος, παράνομη, παράνομης, παράνομες, παράνομων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abjection στα ελληνικά - προστυχιά, ευτέλεια, αθλιότητα, ταπείνωση, καταντία, εξαθλίωση, την εξαθλίωση
- bonhomme στα ελληνικά - καλόκαρδος, τους συναδέλφους, συναδέλφους, συμπολίτες, συντροφικό, συναδέλφων
- cancéreux στα ελληνικά - καρκινώδης, καρκινικών, καρκινικό, καρκινικές, καρκινικούς
- carbonisée στα ελληνικά - απανθρακωμένα, απανθρακωμένο, Ανθρακούχων, εξανθρακωμένου, ανθρακωμένο
Τυχαίες λέξεις
Illicite στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φυγάς, παράνομος, παράνομη, παράνομης, παράνομες, παράνομων
Μεταφράσεις: φυγάς, παράνομος, παράνομη, παράνομης, παράνομες, παράνομων