Ininterrompu στα ελληνικά
Μετάφραση: ininterrompu, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενδελεχής, συνεχής, παντοτινός, διαρκής, μόνιμος, αδιάκοπος, αδιάλειπτη, αδιάκοπη, απρόσκοπτη, χωρίς διακοπή, αδιάλειπτης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abattent στα ελληνικά - χτυπώ, νικώ, δέρνω, βλαστός, πυροβολήσει, πυροβολούν, σουτ, ...
- aiguiser στα ελληνικά - χείλος, στίγμα, δείχνω, ακονίζω, ξύνω, περιστόμιο, αιχμή, ...
- baillèrent στα ελληνικά - χασμουρήθηκε, χασμουρήθηκα, Ερώτησε βαριεστημένα
Τυχαίες λέξεις
Ininterrompu στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενδελεχής, συνεχής, παντοτινός, διαρκής, μόνιμος, αδιάκοπος, αδιάλειπτη, αδιάκοπη, απρόσκοπτη, χωρίς διακοπή, αδιάλειπτης
Μεταφράσεις: ενδελεχής, συνεχής, παντοτινός, διαρκής, μόνιμος, αδιάκοπος, αδιάλειπτη, αδιάκοπη, απρόσκοπτη, χωρίς διακοπή, αδιάλειπτης