Λέξη: λικνίζομαι
Σχετικές λέξεις: λικνίζομαι
λικνίζομαι συνωνυμα
Συνώνυμα: λικνίζομαι
λικνίζω, κουνώ
Μεταφράσεις: λικνίζομαι
λικνίζομαι στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sway, liknizomai
λικνίζομαι στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
dominio, bambolear, liknizomai
λικνίζομαι στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schaukeln, liknizomai
λικνίζομαι στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
dandiner, influencer, manier, branle, vaciller, bercer, balancer, empire, pouvoir, fluctuer, brimbaler, dominer, puissance, grandeur, autorité, tanguer, liknizomai
λικνίζομαι στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
liknizomai
λικνίζομαι στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
troca, balanço, liknizomai
λικνίζομαι στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zwieren, slingeren, zwiepen, zwaaien, liknizomai
λικνίζομαι στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
колебание, зашататься, баюкать, взмах, господство, владычествовать, размахивать, покачнуться, качание, вихлять, покачивание, власть, раскачивание, влияние, качать, правление, liknizomai
λικνίζομαι στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
svaie, liknizomai
λικνίζομαι στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vingla, liknizomai
λικνίζομαι στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
notkua, hoippua, kallistuma, huojua, häilyä, liknizomai
λικνίζομαι στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
svinge, liknizomai
λικνίζομαι στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vláda, houpání, moc, ovládat, klátit, kolébání, převaha, kývání, ovlivnit, kolébat, nadvláda, kolísání, kývat, vládnout, kymácení, houpat, liknizomai
λικνίζομαι στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kołysać, władać, wachlować, zaszamotać, przerzucanie, wpływać, kołysanie, panowanie, chwiać, władza, panować, liknizomai
λικνίζομαι στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hintázás, kibillenés, ingás, lóbálás, hintáztatás, liknizomai
λικνίζομαι στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
liknizomai
λικνίζομαι στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
колисати, колисатися, гойдання, liknizomai
λικνίζομαι στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
liknizomai
λικνίζομαι στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
liknizomai
λικνίζομαι στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
liknizomai
λικνίζομαι στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kõikuma, mõjuvõim, kallutus, liknizomai
λικνίζομαι στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
utjecaj, prevaga, uprava, vlast, liknizomai
λικνίζομαι στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
liknizomai
λικνίζομαι στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
liknizomai
λικνίζομαι στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
liknizomai
λικνίζομαι στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
liknizomai
λικνίζομαι στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
liknizomai
λικνίζομαι στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nadvláda, liknizomai
λικνίζομαι στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nadvláda, liknizomai
Τυχαίες λέξεις