Insuffisant στα ελληνικά

Μετάφραση: insuffisant, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοντός, αναποτελεσματικός, ελλιπής, ανεπαρκής, ανεπαρκή, ανεπαρκείς, ανεπαρκούς, ανεπαρκές
Insuffisant στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • alezan στα ελληνικά - κάστανο, καστανιά, καστανιές, καστανιάς, κάστανου
  • approprier στα ελληνικά - κομψός, κουρεύω, εξυπηρετώ, ψαλιδίζω, κατάλληλος, φτιάχνω, κλαδεύω, ...
Τυχαίες λέξεις
Insuffisant στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοντός, αναποτελεσματικός, ελλιπής, ανεπαρκής, ανεπαρκή, ανεπαρκείς, ανεπαρκούς, ανεπαρκές