Λέξη: γόνος
Σχετικές λέξεις: γόνος
γόνος εφοπλιστικής οικογένειας, γόνος καλαμάρι, γόνος ετυμολογία, γόνος γονιός, γόνος μέλισσας, γόνος πέστροφας, γόνος τσιπούρας, γόνος σαλιγκαριών, γόνος εφοπλιστικής οικογένειας αυτοκτόνησε, γόνος μελισσών
Συνώνυμα: γόνος
απόγονος, παραφυάς, βλαστός, απόγονοι, τέκνα, βλαστάρι, γέννηση
Μεταφράσεις: γόνος
γόνος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
scion, offspring, progeny, spawn, fry
γόνος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
vástago, retoño, Scion, descendiente, heredero
γόνος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ableger, nachkomme, pfropfreis, nachfahre, Spross, scion, Sproß, Sprößling, Schössling
γόνος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rejeton, descendant, surgeon, scion, greffon, de Scion
γόνος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
discendente, Scion, rampollo, di Rampollo, talea
γόνος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
rebento, enxerto, Scion, herdeiro, de Descendente
γόνος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
telg, scion, ent, afstammeling, spruit
γόνος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
отпрыск, привой, побег, потомок, Scion, Отросток, отпрыском
γόνος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skudd, Scion, ætling, smart, Mitsubishi
γόνος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
scion, ättling, ympkvist, ympkvistar, ympkvisten
γόνος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pistokas, Scion, varttamisoksalajikkeella, vesa, perillinen
γόνος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
scion, podningsmateriale, ætling, podekviste, efterkommer
γόνος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
odnož, potomek, ratolest, štěp, Scion, potomkem
γόνος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
potomek, zraz, latorośl, szczep, pęd, scion, potomkiem, potomku
γόνος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
leszármazott, nemes, sarja, sarj, leszármazottja
γόνος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
evlât, Scion, Filiz, kalem, aşı kalemi
γόνος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
нащадок, утеча, пагін, парость, син
γόνος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pasardhës, pjellë, lastar, pasardhësi, kalema
γόνος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
потомък, издънка, Scion, на Scion, Потомка
γόνος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
атожылак, сын, нашчадак, дзіця дзелавога
γόνος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pärija, järeltulija, võsuke, võsu, Scion, järglane, pookoks, Oksad
γόνος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kalem, potomak, izdanak, odvjetak, odvjetka
γόνος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
scion
γόνος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ainis, skiepas, atžala, palikuonis, įskiepis
γόνος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nolieksnis, atvase, pēcnācējs, Scion, atvasi
γόνος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
потомок, подмладок, наследник
γόνος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
altoi, Scion, descendent, urmasă, urmaș
γόνος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Mladič, scion, potomka, Izdanak
γόνος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ratolesť, letorast, vetvička, ratolest