Intercéder στα ελληνικά
Μετάφραση: intercéder, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρεμβαίνω, επεμβαίνω, μεσολαβώ, παρέμβει, μεσολαβήσει, να παρέμβει, παρεμβει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- allons στα ελληνικά - πηγαίνω, έλα, ανάψει, ανάβει, έρθει, έρχονται
- assainissez στα ελληνικά - καθαρίσει, καθαρίζει, καθαρίζουν, να καθαρίσει, τον καθαρισμό
- comparées στα ελληνικά - σύγκριση, σε σύγκριση, σε σύγκριση με, σε σχέση, σχέση
- composés στα ελληνικά - ατάραχος, ενώσεις, ενώσεων, οι ενώσεις, ενώσεις που, τις ενώσεις
Τυχαίες λέξεις
Intercéder στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρεμβαίνω, επεμβαίνω, μεσολαβώ, παρέμβει, μεσολαβήσει, να παρέμβει, παρεμβει
Μεταφράσεις: παρεμβαίνω, επεμβαίνω, μεσολαβώ, παρέμβει, μεσολαβήσει, να παρέμβει, παρεμβει