Λέξη: μέλι
Σχετικές λέξεις: μέλι
μέλι manuka, μέλι ερείκης, μέλι θερμίδες, μέλι και κανέλα, μέλι μανούκα, μέλι με χρυσό, μέλι ελάτης βανίλια μαινάλου, μέλι το κορμί της, μέλι ελάτης μαινάλου, μέλι αττική, το μέλι, μέλι κανέλα, ταχίνι με μέλι
Συνώνυμα: μέλι
μέλι
Μεταφράσεις: μέλι
αγγλικά
honey
ισπανικά
miel, amor
γερμανικά
schatz, süße, honig, mädchen, liebling
γαλλικά
chéri, miel, cher, mielleux, mignon
ιταλικά
miele
πορτογαλικά
são, honesto, mel
ολλανδικά
honing
ρωσικά
милая, любимая, медок, мёд
νορβηγικά
honning
σουηδικά
honung
φινλανδικά
kulta, hunaja, mesi
δανικά
kære, honning
τσεχικά
drahoušek, medový, med, miláček
πολωνικά
miodek, złotko, kochanie, miód
ουγγρικά
méz
τούρκικα
bal, sevgili
ουκρανικά
мед, любий, люба, медовий
αλβανικά
mjaltë, mjalti
βουλγαρικά
мед, меда, пчелен мед, на мед
λευκορωσικά
мядзь
εσθονικά
mesi, kullake
κροατικά
meden, med
ισλανδικά
hunang
λιθουανικά
medus, mielas
λετονικά
dārgumiņš, medus, dārgais, mīļumiņš
σλαβομακεδονικά
медот
ρουμανικά
miere
σλοβενικά
med, sladkost
σλοβακικά
zlatíčko, med, miláčik, sladkosť