Intervenir στα ελληνικά
Μετάφραση: intervenir, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρεμβαίνω, συμβαίνω, έρχομαι, επεμβαίνω, επακολουθώ, διαδραματίζω, προκύπτω, παρέμβει, παρεμβαίνει, παρεμβαίνουν, να παρέμβει, παρέμβουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aune στα ελληνικά - αγκώνας, πήχης, ELL, ΕΛΛ, βέλτιστο επίπεδο διαρροών, προσθήκη σχήματος
- balisent στα ελληνικά - σημαδούρα, ξεχωρίζουν, μαρκάρετε, σχεδιάσετε, χαράξει
- bougés στα ελληνικά - κούνημα, τινάξει, ανακινήστε, ταρακουνήσει, ανακινείτε
- chéri στα ελληνικά - μέλι, ακριβός, σταθερός, αγαπώ, αγάπη, αγαπημένος, έρωτας, ...
Τυχαίες λέξεις
Intervenir στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρεμβαίνω, συμβαίνω, έρχομαι, επεμβαίνω, επακολουθώ, διαδραματίζω, προκύπτω, παρέμβει, παρεμβαίνει, παρεμβαίνουν, να παρέμβει, παρέμβουν
Μεταφράσεις: παρεμβαίνω, συμβαίνω, έρχομαι, επεμβαίνω, επακολουθώ, διαδραματίζω, προκύπτω, παρέμβει, παρεμβαίνει, παρεμβαίνουν, να παρέμβει, παρέμβουν